Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

Η Καθολική Κοινότητα του Δεδέαγατς Και τι απέμεινε σήμερα

Η απόφαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να συνδέσουν σιδηροδρομικά την Αδριανούπολη με το Αιγαίο και η επιλογή του Δεδέαγατς ως καταληκτικού σημείου αυτής της σιδηροδρομικής γραμμής, έγινε η αφορμή να φθάσουν από τους πρώτους στον τόπο αυτό εκτός των άλλων, Γάλλοι, Ιταλοί και Αυστριακοί υπάλληλοι και εργάτες της Γαλλο - Ελληνικής Εταιρείας Σιδηροδρόμων. Αργότερα με την λειτουργία του σιδηροδρόμου και του λιμανιού και την μεγάλη εμπορική κίνηση που παρουσίαζε η νέα πόλη, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν πολλά Προξενεία Ευρωπαϊκών χωρών αλλά και αντιπρόσωποι ναυτιλιακών, ασφαλιστικών και τραπεζικών ομίλων από ενδιαφερόμενα κράτη της Ευρώπης. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να δημιουργηθεί στο Δεδέαγατς μία μεγάλη κοινότητα καθολικών, η οποία, μαζί με τις άλλες κοινότητες που αναπτύχθηκαν συγχρόνως (Χριστιανική, Οθωμανική, Αρμενική, Εβραϊκή κ.λ.π.), έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οικονομική, πνευματική και κοινωνική ανάπτυξη της μικρής νέας πόλης και της μετεξέλιξής της σε μεγάλο εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο της τότε ευρύτερης περιοχής.
Φραγκισκανοί Μοναχοί
Την πνευματική φροντίδα των πρώτων καθολικών ανέλαβαν οι Φραγκισκανοί Conventuali του Κάραγατς. Με την πάροδο του χρόνου, με τη διεύρυνση του αριθμού των καθολικών και την ολοκλήρωση της οργάνωσής τους, προχώρησαν στην ίδρυση ανεξάρτητης κοινότητας Καθολικών στην Αλεξανδρούπολη με ξεχωριστό ναό στο όνομα του Αγίου Ιωσήφ και ξεχωριστά σχολεία για τα παιδιά τους. Οι Φραγκολεβαντίνοι μεταφέρουν στη νέα πόλη μαζί με τις οικογένειές τους και την ευρωπαϊκή κουλτούρα τους, με αποτέλεσμα να μετατρέψουν τον μικρό οικισμό γύρω από το λιμάνι και τον σιδηροδρομικό σταθμό, σε μια σύγχρονη ευημερούσα μικρή πολιτεία, με τον ευρωπαϊκό χαρακτήρα να επισκιάζει τον ανατολίτικο που είχε μέχρι τότε η περιοχή.
Σήμερα, από την πολυπληθή εκείνη κοινότητα των «Φραγκολεβαντίνων», όπως την αποκαλούσαν οι ντόπιοι, δεν έμεινε τίποτε. Μόνο η εκκλησία τους, επί της οδού Βενιζέλου, το επισκοπείο, επί της οδού Κομνηνών και τα νεκροταφεία τους,στο ανατολικό άκρο της πόλης, υπάρχουν. Ίσως μερικοί υπερήλικες, παλιοί κάτοικοι της πόλης, να θυμούνται κάποιες καθολικές οικογένειες, όπως αυτές των ανωτέρω υπαλλήλων της Γαλλο-Ελληνικής Εταιρίας Σιδηροδρόμων Φιλιπούσι, Βισκόντι, Φονταίν, Τακέλλα, Βισκόντι κ.λ.π. Από τις ιδιωτικές ακίνητες περιουσίες των καθολικών σήμερα σώζεται μόνο το σπίτι των αδελφών Πιπίνου και Αντουανέττας Δεμτζάν, επί της οδού Τσιμισκή, που δωρίθηκε από τους ιδιοκτήτες του στον Δήμο για να χρησιμοποιηθεί ως βιβλιοθήκη αλλά και ως εντευκτήριο του Συλλόγου Ελληνογαλλικής φιλίας.
Ο Καθολικός Ναός του "Αγίου Ιωσήφ"
Από τα πρώτα κτίρια που ανεγείρουν είναι ο Καθολικός Ναός του Αγίου Ιωσήφ, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα στη γωνία των οδών Ελ. Βενιζέλου και Κομνηνών.
Η ανέγερση αυτού του ναού, που είναι χτισμένος στον τύπο της Βασιλικής, ξεκίνησε το 1896 και ολοκληρώθηκε το 1901. Πρόκειται για περικαλλή ενοριακό ναό, από λαξεμένη πέτρα, τρίκλητο με πλούσια εσωτερική διακομίσει..
Το επίσημο επισκοπικό διάταγμα ίδρυσής του εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στις 28 Οκτωβρίου 1898, από τον Αποστολικό Τοποτηρητή Α. Bonneti. Στο sait της Καθολικής εκκλησίας αναφέρεται ότι «.....Το αποστολικό Βικαριάτο ιδρύθηκε στις 19 Μαρτίου 1926, εορτή του Αγίου Ιωσήφ, την ημέρα εκείνη (19 Μαρτίου 2006), εορτάσθηκαν και τα 110 χρόνια από την ίδρυση της Ενορίας του Αγίου Ιωσήφ Αλεξανδρούπολης ...».
Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου και της Βουλγαρικής Κατοχής, η καθολική κοινότητα γνώρισε τη βαρβαρότητα των Βουλγάρων, ενώ καταστράφηκε μέρος της εκκλησίας. Μετά τη λήξη του πολέμου, στις 14 Φεβρουαρίου 1919, οι εφημέριοι του «Αγίου Ιωσήφ» προσέφυγαν στη μικτή Ιταλο - Βουλγαρική επιτροπή διαιτησίας, διεκδικώντας αποζημίωση. Με αλλεπάλληλους δικαστικούς αγώνες δικαιώθηκαν εν μέρει το 1929.
Το 1938 διέμεναν στην Αλεξανδρούπολη μόλις 110 καθολικοί. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω ανυπαρξίας ιερέων, ο ναός παραχωρήθηκε στο Αποστολικό Βικαριάτο της Θεσσαλονίκης. Το 1946 την πνευματική εξυπηρέτηση της μικρής πλέον κοινότητας ανέλαβαν οι Λαζαριστές της Καβάλας έως και το 1981. Έκτοτε ο καθολικός ναός υπάγεται στους Λαζαριστές της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι τελούν τη θεία Λειτουργία ορισμένες φορές τον χρόνο.
Το Επισκοπείο
Μαζί με την ανέγερση του Καθολικού Ναού, παραπλεύρως αυτού και στην βόρεια πλευρά του, αναγέρθηκε την ίδια χρονιά (1896) και μία οικία, (Ι.Μονή των ππ. Φραγκισκιανών), αποτελούμενη από υπόγειο, υπερυψωμένο ισόγειο, πρώτο όροφο και σοφίτα (δώμα), επί της οδού Κομνηνών επί οικοπέδου εκτάσεως 344 τ.μ., η οποία αποτελούσε την κατοικία του Βικάριου ιερέα και επισκοπείο της κοινότητας. Μετά την αποχώρηση από την πόλη των Καθολικών, παρέμεινε στην κυριότητα της Καθολικής εκκλησίας. Το 1955 στεγάσθηκε στο κτίριο αυτό η Εμπορική Σχολή (Γυμνάσιο), και αργότερα το Οικονομικό Γυμνάσιο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Έκτοτε και μέχρι το καλοκαίρι του 2007 στο κτίριο αυτό είχε την έδρα της η Τοπική Εφορεία προσκόπων Αλεξανδρούπολης και το 2ο Σύστημα Προσκόπων Αλεξανδρούπολης. Σήμερα παραμένει κενό. Πρόσφατα αποφασίσθηκε από την Καθολική Εκκλησία η ανακαίνιση του κτιρίου αυτού.
Σχολή Θηλέων
Επειδή οι ανάγκες της καθολικής κοινότητας του Δεδέαγατς αυξανόταν συνεχώς, συγχρόνως με την ανέγερση του ναού δημιουργήθηκε η ανάγκη ανέγερσης σχολείων για τα παιδιά τους. Έτσι στις αρχές του 1890 αποφάσισαν να χτίσουν σύγχρονα σχολεία για τις ανάγκες των παιδιά τους αλλά και τις ανάγκες των άλλων κοινοτήτων της πόλης. Ένα από αυτά αναγέρθηκε στη συμβολή των σημερινών οδών Βενιζέλου και Μοσχονησίων, λίγα μέτρα πιο κάτω από τον καθολικό τους ναό και το προόριζαν για τα κορίτσια της κοινότητάς τους και για τον λόγο αυτό το ονόμασαν Σχολή Θηλέων. Η επίσημη ονομασία του, όπως αναγράφετο στην προμετωπίδα του κτιρίου, ήταν «COLLEGIO S FRANCESCO». Το κτίριο αυτό χτίσθηκε από πέτρα, ήταν διώροφο, με υπερυψωμένο υπόγειο, κεραμοσκεπή, μεγάλα παράθυρα και θολωτή κεντρική είσοδο με πέτρινα σκαλιά. Από το 1894 λειτούργησε ως Σχολή Θηλαίων της Καθολικής Κοινότητας και προσέφερε σημαντικό εκπαιδευτικό, πολιτιστικό και κοινωνικό έργο. Μάλιστα στο σχολείο αυτό προσέφεραν τις υπηρεσίες τους καλόγριες του μοναχικού τάγματος των Φραγκισκανών αδελφών μοναχών. Για τον λόγο αυτό στους κατοίκους της πόλης ήταν γνωστό και ως «Γαλλικό Σχολείο» ή «Σχολείο των καλογριών» και έστελναν σ΄ αυτό τα παιδιά τους και οι προύχοντες Χριστιανοί της πόλης αλλά και τα παιδιά άλλων ευπόρων οικογενειών.
Για το σχολείο αυτό η φιλόλογος Αλεξάνδρα Μποτονάκη γράφει: «Από τα σχολεία ξεχωρίζουν το Αρμενικό, το Τουρκικό και το περίφημο Γαλλικό σχολείο, στην πραγματικότητα Ιταλικό, που όμοιό του δεν υπήρχε στη Βόρειο Ελλάδα. Μουσική, Ζωγραφική, Χημεία, Ενδυματολογία και Οικοκυρική ήταν μερικά από τα μαθήματα που διδάσκονταν εκεί. Ήταν πολύ σικ να στέλνεις την κόρη σου στο Γαλλικό Σχολείο! Εξάλλου πως θα μπορούσε να πάρει μέρος στις χοροεσπερίδες που οργάνωναν οι διάφοροι διπλωμάτες και στις οποίες πρωτοστατούσε π.χ. το 1905 ο Υποπρόξενος Ίων Δραγούμης. Πως θα μπορούσε να χορέψει βιεννέζικο βαλς η έστω και Αινίτικο μπάλο, αν η τουαλέτα της δεν ήταν παρόμοια με την τουαλέτα της συζύγου του Γάλλου ή του Ιταλού διπλωμάτη, που ερχόταν κατ΄ ευθείαν από το Παρίσι, και τα γαλλικά της ανεκτά; Και ο πληθυσμός της πόλης ήταν μόλις 5.000 ψυχές με 80% Έλληνες, 15% Ευρωπαίους και άλλους 5% Τούρκους, κυρίως διοικητικούς υπαλλήλους».
Μεταπολεμικά το κτίριο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως Γενικό Νοσοκομείο και στη συνέχεια όταν η τοπική Ταξιαρχία μετατράπηκε σε Μεραρχία, στεγάσθηκε σ΄ αυτό ο στρατός μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν και κατεδαφίσθηκε από τους νέους ιδιοκτήτες τους για να αναγερθεί πολυκατοικία, παρά την προσπάθεια της τότε Δημοτικής Αρχής να το κηρύξει διατηρητέο.
Σχολή Αρένων (Καπνομάγαζο)
Κτίσθηκε, επί της οδού Αίνου (μεταξύ των οδών 14ης Μαΐου και Ιωακείμ Καβύρη), την ίδια εποχή με την Σχολή Θηλέων (στις αρχές του 1890) από την πολυπληθή, όπως προαναφέραμε, τότε καθολική κοινότητα του Δεδέαγατς, για να χρησιμεύσει ως Σχολείο των παιδιών της κοινότητας. Από το 1894 μέχρι το 1904 λειτούργησε ως Σχολή αρένων της Κοινότητας αυτής και προσέφερε σημαντικό εκπαιδευτικό, πολιτιστικό και κοινωνικό έργο.
Το 1904, κατά τη διάρκεια μαθητικής έκθεσης, πήρε φωτιά η αίθουσα πειραμάτων και καταστράφηκε μεγάλο μέρος του κτιρίου με τον εξοπλισμό και τις εγκαταστάσεις του. Και για τον λόγο αυτό το κτίριο εγκαταλείφθηκε.
Το 1922 – 1923 πρόσφυγες από την Αν. Θράκη και τον Πόντο, που συνέρρεαν στη πόλη, στεγάζονται προσωρινά στα υπόγεια του ημι κατεστραμμένου κουφαριού του κτιρίου, μέχρι την τακτοποίησή τους.
Αμέσως μετά την ενσωμάτωση της Θράκης στην Ελλάδα,, αγοράσθηκε από την εταιρία επεξεργασίας καπνών «ΚΟΜΠΑΝΙ ΖΕΝΕΠΑΛ ΝΤΕ ΤΑΜΠΑ», ιδιοκτησίας του Αγκόπ Ασταρτζιάν (παππού από την μητέρα του συμπολίτη μας Χάρη Ντισλιάν). Ανασκευάστηκε πλήρως και εγκαινιάζεται το 1924 και χρησιμοποιείται για την επεξεργασίας και εμπορία των καπνών της περιοχής. Για τον λόγο αυτόν στο αέτωμά του αναφέρεται η χρονολογία 1924 ως έτος οικοδόμησής του. Έκτοτε και μέχρι σήμερα είναι γνωστό με το όνομα «Καπνομάγαζο». Επί Δημαρχίας Ηλία Ευαγγελίδη, ο Δήμος Αλεξανδρούπολης το αγόρασε από τους μετόχους του ΚΤΕΛ, τελευταίους ιδιοκτήτες του, και το κήρυξε διατηρητέο και αποφάσισε να το αναστηλώσει προκειμένοιυ να μετατραπεί σε βιβλιοθήκη του Δήμου.
Σήμερα, το Καπνομάγαζο, μετά το προ τετραετίας ατύχημα, μισογκρεμισμένο περιμένει τις αποφάσεις των αρμοδίων για την περαιτέρω τύχη του!

Σημείωση: Πρόσφατα κυκλοφόρισε ένα βιβλίο από τον Καθολικό Ιερέα π. Ιωάννη Ασημάκη με τίτλο "Η Καθολική Εκκλησία στη Δυτική Θράκη 1896-2006", από τις εκδόσεις του Αποστολικού Βικαριάτου Θεσσαλονίκης, στο οποίο, μετά από έρευνα και μελέτη του πρωτογενούς υλικού και την προσωπική του επαφή με την Καθολική Κοινότητα Δυτικής Θράκης επί 3,5 χρόνια, ο συγγραφέας παρουσιάζει την ιστορική εξέλιξη της Ενορίας της Δυτικής Θράκης και τη διελεύκανση πολλών στοιχείων που είναι άγνωστα τόσο στη τοπική όσο και στην ελληνική βιβλιογραφία.
Φωτογραφίες
1η: Ο Καθολικός Ναός του Αγίου Ιωσήφ επί της οδού Βενιζέλου, την δεκαετία του 1990.
2η: Το σπίτι των αδελφών Πιπίνου και Αντουανέττας Δεμτσάν, επί της οδού Τσιμισκή, το οποίο δώρισαν στον Δήμο Αλεξανδρούπολης για να χρησιμοποιηθεί ως βιβλιοθήκη και ως εντευκτήριο του Συλλόγου Ελληνογαλλικής φιλίας.
3η: Τα Καθολικά νεκροταφεία στη ανατολική πλευρά της πόλης.
4η: Ο Καθολικός Ναός του Αγίου Ιωσήφ, με το επισκοπείο στο βάθος, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου.
5η:Το εσωτερικό του Ναού "Άγιος Ιωσήφ" σήμερα
6η: Το επισκοπείο, επί της οδού Κομνηνών, σήμερα.
7η: Η Σχολή Θηλέων, στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Μοσχονησίων, στις αρχές του 1990.
8η: Η Αγία Τράπεζα από τον παλιό μικρό ξύλινο Ναό που υπήρχε δίπλα από το καπνομάγαζο, όπως σώζεται σήμερα στην δεξιά πλευρά του εσωτερικού του Ναού "Άγιος Ιωσήφ".
9η: Εσψτερικό του Ναού του Αγίου Ιωσήφ
10η:Το "Καπνομαγαζο" κατά την ημέρα των εγκαινίων του το 1924
11η: Το Καπνομάγαζο, στην οδό Αίνου, σήμερα.
(Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο Θεοδώρου Ορδουμποζάνη)
Βιβλιογραφία:
1.- Π.Γ. Αλεπάκος «Ο Καθολικός Ναός της Αλεξανδρούπολης και οι Cappuccini Μοναχοί», Περιοδικό «Νομικός Λόγος», Οκτώβριος 2006, τ.34, σελ. 8
2.- Θ. Ορδουμποζάνης «Προκτήτωρ Πόλις – Ταξίδι Μνήμης στην πρώιμη Αλεξανδρούπολη»,
έκδοση Συλλόγου Προσωπικού & Φίλων Καρδ/κής Κλινικής Δ.Π.Θ. Γαληνός – 2006.
3. Α. Μποτονάκη «Αλεξανδρούπολη, Η νέα Πόλη», Αθήνα, 1999.
4. Σ. Κλήμη – Παναγιωτοπούλου, «Το δέντρο του ερημίτη», εκδόσεις Ερωδιός, Β΄ έκδοση, 1996.

(Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ιατρικές ώρες» τ. 5ο Δεκέμβριος 2008 σελ. 32-349 στη στήλη «Ιστορικές αναδρομές», του Ιατρικού Συλλόγου Έβρου).-


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου