Δευτέρα 7 Μαρτίου 2022

Ο Άγιος Ελευθέριος

 Η εκκλησία μας εορτάζει στις 15 Δεκεμβρίου την μνήμη του Αγίου  Ελευθερίου του Ιερομάρτυρος, τον οποίο τιμά η πόλη μας με τον ομώνυμο Ιερό Ναό του., το όνομα του οποίου πήρε και η σχετική ενορία στην οποία βρίσκεται.

Ο Ιερός Ναός του Αγίου Ελευθερίου σήμερα

Πριν από τον Ναό που υπάρχει σήμερα υπήρχε,  ένας  παλαιός ξύλινος Ναός, ο οποίος κατεδαφίσθηκε μετά την ανέγερση του νέου. Όσοι ασχολούμασταν με την τοπική ιστορία, πιστεύαμε ότι ο παλαιός  αυτός  Ναός κτίσθηκε την περίοδο 1913-15, δηλαδή την περίοδο που είχε καταληφθεί το Δεδέαγατς από τους Βούλγαρους σχηματικούς χριστιανούς, δυτικά και ακριβώς δίπλα (παράλληλα) του υπάρχοντος σήμερα Ορθόδοξου Ιερού Ναού του Αγίου Ελευθερίου. Μάλιστα γραφόταν ότι  χτίσθηκε βιαστικά και με πρόχειρα υλικά για να δείξουν οι Βούλγαροι ότι η περιοχή δεν έχει μόνο Ελληνική εκκλησία (Άγιος Νικόλαος) αλλά και Βουλγαρική (Σχηματική), δηλαδή για καλύψει τις θρησκευτικές ανάγκες των Βουλγάρων κατακτητών και των σχηματικών Ελλήνων  και ήταν αφιερωμένος στους Αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο.


Ο Ιερός ναός των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, μέχρι το 1920 και Αγίου Ελευθερίου, από την απελευθέρωση της πόλης και μετά.

Το 2009 κυκλοφόρησε στη Τουρκία το βιβλίο “OSMANLI BELGELERINDE BATI TRAKYA” (Στις Οθωμανικές περιοχές της Δυτικής Θράκης) όπου δημοσιεύονται αρχεία από την Γενική Διεύθυνση Κρατικών Οθωμανικών Αρχείων που αφορούν τη Δυτική Θράκη, την εποχή που ήταν υπό την επικυριαρχία των Οθωμανών . Στο βιβλίο αυτό, μεταξύ των άλλων βρίσκουμε 408 και 409 τα αρχιτεκτονικά σχέδια του Ναού Κυρίλλου και Μεθοδίου στο Δεδέαγατς με την ένδειξη Dedeagas Bulgar Kilisesi plani (Σχέδιο Βουλγαρικής Εκκλησίας Δεδέαγατς) και επάνω στο σχέδιο να αναγράφει στα  Βουλγαρικά «Βουλγαρική εκκλησία του Δεδέαγατς), και αναφερότανε στις αρχές της δεκαετίας του 1890.

Αυτό μας έκανε να ψάξουμε πλέον στα βουλγαρικά αρχεία όπου διαπιστώσαμε ότι:


Τα αρχιτεκτονικά σχέδια του Ναού Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου που υπέβαλαν οι Βούλγαροι Σχηματικοί του Δεδέαγατς το 1892 για έγκριση στην Οθωμανική Διοίκηση.

Η βουλγαρική αυτή τρίκλιτη εκκλησία , που άνοιξε το 1892 υπό την αιγίδα του πατέρα Zaprev από το Βουλγαρικό Εξάρχημα, ήταν αφιερωμένη στους Αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο . Επίσης αναφέρει ότι έχει μια ιδιαίτερη αξία για την κατασκευή αυτού του βουλγαρικού ναού από τους αδελφών Βασίλη και Ρέτσο Κοβάτσεβι από το Ρέικοβο , που ήταν έμποροι και  και από τους Gaitani, Petko Bobev και Brian Kaloyanov από το Doganhisar, οι οποίοι ήταν  ηγέτες της βουλγαρικής εκκλησιαστικής κοινότητας στην πόλη του Δεδέαγατς. Παράλληλα, άνοιξε βουλγαρικό σχολείο στην Αλεξανδρούπολη και αναφέρει τα ονόματα των δασκάλων, δωρητών και εφημερίων του Ναού. Μάλιστα αναφέρεται ότι "το 1909, εκλέχθηκε ο πρώτος Βούλγαρος δήμαρχος της Δεδέαγατς- Νικόλα Ταμπάκοφ, οπότε δόθηκε περισσότερη φροντίδα στην εκκλησία και δημιουργήθηκε τριγύρω  από αυτήν  ένας μεγάλος κήπος που ανήκε σε αυτήν, και απετέλεσε ένας αγαπημένος τόπος συγκέντρωσης για τους ντόπιους Βούλγαρους στην εκκλησία .

Ο Βούλγαρος Ιερέας με την Εκκλησιαστική Επιτροπή της Εκκλησίας Κυρίλλου και Μεθοδίου

Η βάση του Βουλγάρικου αυτού Ναού ήταν λιθόκτιστη και έφτανε σε ύψος περίπου δύο μέτρα από το έδαφος και από εκεί και πάνω η υπόλοιπη κατασκευή ήταν ξύλινη. Έμοιαζε με Χριστιανικό ναό βασιλικού ρυθμού, δηλαδή ήταν ένα μακρόστενο ορθογώνιο οικοδόμημα που χωριζόταν με δύο σειρές από ξύλινους κίονες σε τρία κλίτη. Το μεσαίο κλίτος ήταν φαρδύτερο από τα πλαϊνά, τα οποία ήταν μεταξύ τους ίσα. Οι στέγες ήταν ξύλινες κεραμοσκεπείς, με αυτήν του μεσαίου κλίτους να είναι δίριχτη και υπερυψωμένη σε σχέση  με τις μονόριχτες των  πλαϊνών κλιτών. Στη πρόσοψη του ναού και στο κέντρο ακριβώς υπήρχε υπερυψωμένο τετράγωνο ξύλινο καμπαναριό ενώ προεξείχε σε όλο το πλάτος του ναού, ο πρόναος που ήταν χαμηλότερος από τα πλαϊνά κλίτη με αμφικλινή ξύλινη στέγη. Και δίπλα, προς την βορεινή πλευρά του υπήρχε μία αίθουσα, χρησιμοποιούμενη μάλλον για αίθουσα σχολείου.

Μετά την ενσωμάτωση της πόλης στην Ελλάδα και την αποχώρηση των Βουλγάρων ο Ναός περιήλθε στη δικαιοδοσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και υπήχθη διοικητικά στη Μητρόπολη Αλεξανδρούπολης.

 


 5) Άποψη του παλιού Ναού του Αγίου Ελευθερίου, όταν ήδη είχε αρχίσει η ανέγερση δίπλα του σημερινού Ναού του Αγίου Ελευθερίου.

Πλην όμως ο τότε Μητροπολίτης στην αρχή  δεν την ενέτασσε στην Ορθόδοξη λειτουργία. Αργότερα με Πρακτικό που συντάχτηκε επί Μητροπολίτου Γερβασίου Σαρασίτη, ο ναός μετονομάστηκε σε «Άγιο Ελευθέριο», για να θυμίζει την απελευθέρωση της πόλης, η οποία είχε ήδη μετονομαστεί και αυτή από Δεδέαγατς σε Αλεξανδρούπολη. Κατά το έτος 1931-1932, ένα χρόνο πριν από τον ξαφνικό θάνατό του, ο Μητροπολίτης Γερβάσιος πραγματοποίησε τα επίσημα θυρανοίξια και τέλεσε την πρώτη Θεία Λειτουργία στον μετονομασθέντα ναό. Έτσι ενέταξε και επίσημα τον ναό του Αγίου Ελευθερίου στην Ορθόδοξη Εκκλησία.  Κατά το έτος 1934 απεβίωσε ο ως άνω Μητροπολίτης και οι πολιτικές και θρησκευτικές αρχές, σεβόμενοι την διαθήκη του και την επιθυμία του , έθαψαν τον Μητροπολίτη Γερβάσιο στον αυλόγυρο του Ναού και από τότε αναπαύεται η σωρός του δίπλα στον Ναό αυτό. Ο Ναός λειτουργούσε κανονικά μέχρι την περίοδο της Γερμανοβουλγαρικής Κατοχής 1940 – 1944, οπότε περιήλθε και πάλι στη δικαιοδοσία των Βουλγαρικών αρχών. Μετά την απελευθέρωση παραδόθηκε και πάλι στους Έλληνες Χριστιανούς Ορθοδόξους. 

 

6) Το εσωτερικό του Ιερού Ναού του Αγίου Ελευθερίου στη πόλη μας σήμερα.

Το 1952 το  Ενοριακό Συμβούλιο του Ναού,  για να μη θυμίζει ο παλιός ναός στους κατοίκους την Βουλγαρική κατοχή και τις διώξεις που υπέστησαν από αυτούς αποφάσισε να γκρεμισθεί ο παλιός ναός και να αναγερθεί νέος. Μέχρι τα εγκαίνια   οι πιστοί χρησιμοποιούσαν την παλιά ξύλινη εκκλησία που βρισκόταν ακριβώς δίπλα.

Έτσι το 1952 με άδεια του Μητροπολίτη Ιωακείμ Καβύρη, με σχέδια που διέθετε το Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων και χρήματα πού μαζεύτηκαν από εράνους και δωρεές, αποκατεδαφίσθηκε ο παλαιός ξύλινος ναός και στη θέση του ανεγέρθηκε το 1955, η νέα εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου.

Κατά το 1952, ο Πρόεδρος του ενοριακού Συμβουλίου  της εκκλησίας Λάμπρος Καραπιπέρης εισηγήθηκε να μη γίνει εκείνη τη χρονιά ελαιοχρωματισμός των ξύλινων επιφανειών του ναού και τα υπάρχοντα στο Ταμείο της Ενορίας χρήματα να αποτελέσουν το αρχικό κεφάλαιο για την ανέγερση σύγχρονου πέτρινου ναού. Με σχέδια που ήρθαν από την Αθήνα, με επιβλέποντα μηχανικό τον Νομομηχανικό Αναστάσιο Καρατζόγλου πραγματοποιήθηκε  η ανέγερσή του Ναού  με προσφορά υλικών από μέρος των πιστών  και πλείστων εράνων κλπ. Μεθόδων συγκέντρωσης χρημάτων, όπως την εθελοντική επιβολή 0,50 της δραχμής στα εισιτήρια του κινηματογράφου ΤΙΤΑΝΙΑ, από τον ιδιοκτήτη του Παναγιώτη Παπαδόπουλο δέχθηκε. Ανήμερα της  ονομαστικής γιορτής του Αγίου Ελευθερίου, ο Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως  Ιωακείμ Καβύλης εξεπλήρωνε παλαιόν  του  από την  Γερμανοβουλγαρική κατοχή τάμα , να ανεγείρει εκκλησία προς τιμή του Αγίου Ελευθερίου. Έτσι στις 15 Δεκεμβρίου 1955, ημέρα εορτής του Αγίου   πραγματοποιεί  τα θυρανοίξια της ομώνυμης Εκκλησίας του Αγίου Ελευθερίου. Ο ναός είναι πέτρινο  κτίσμα, ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής χωρίς τρούλο που η ανέγερσή του άρχισε  στα 1952 δίπλα ακριβώς στο σημείο που προυπήρχε παλαιά Βουλγάρικη ξύλινη εκκλησία προς τιμήν των

Ο γυναικωνίτης του νέου Αγίου Ελευθερίου είναι κατασκευασμένος όπως εκείνος του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης: είναι σχεδόν κυκλικός, καλύπτοντας μεγάλο μέρος της εκκλησίας, καθώς εκτείνεται μέχρι το Ιερό. Η αγιογράφηση του Ναού έγινε από τον ονομαστό ζωγράφο Πολύκλειτο Ρέγκο και θεωρείται εξαιρετικό δείγμα θρησκευτικής τέχνης.

 

                                             Ο παλιός Βουλγάρικος Ναός Κυρίλλου και Μεθοδίου

 Για την ιστορία της ανέγερσης του νέου Ναού έχει γράψει ο αείμνηστος Θανάσης Αποστολίδης το βιβλίο «Ο Αη Λευτέρης της Αλεξανδρούπολης». Από το ξύλο στη Πέτρα», βιβλίο που προλογίζουν η εκδότρια Ξανθή Κατσαρή – Βαφειάδη και εμπλουτίζει με ένα τρυφερό λογοτεχνικό της αφήγημα   η συγγραφέας Ελένη Σκάβδη με τίτλο «Ο Αη Λευτέρης ήταν σαν το σπίτι της».

Στο βιβλίο αυτό καταγράφεται μια ιστορία και συγκεκριμένα το τάμα του Μακαριστού Ιωακείμ Καβύρη, που εξομολογήθηκε στην  εκκλησιαστική επιτροπή του Αγίου Ελευθερίου όταν του ζήτησαν την άδεια για να κτίσουν τον νέο Ναό της Αγίου Ελευθερίου.

 «…Απευθυνόμενος στον Λάμπρο Καραπιπέρη, Πρόεδρο της Ενοριακής Επιτροπής του παλιού (Βουλγάρικου) Ναού του Αγίου Ελευθερίου, όταν του ζήτησαν να τους επιτρέψει και να τους βοηθήσει να ανεγείρουν νέο Ναό για τον Άγιο Ελευθέριο, στη θέση του υπάρχοντος παλαιού τους είπε: «Θα σας αποκαλύψω τώρα ένα τάμα, που έκανα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, όταν ήμουν μακριά από το ποίμνιό μου και τη Μητρόπολη.

Άποψη του Ναού σήμερα

Ήταν την περίοδο που τον Αρχιεπίσκοπό μας και Μητροπολίτη Αθηνών Δαμασκηνό τον είχαν περιορίσει οι Γερμανικές αρχές κατοχής και τον υποχρέωσαν να απόσχει από τα καθήκοντά του, διενεργώντας ανακρίσεις σε βάρος του για εχθρική στάση εναντίον  τους και παρακίνηση σε ανταρσία του λαού της Αθήνας.

Σαν πρεσβύτερο μέλος της τότε Ιεράς Συνόδου, ανετέθη σε μένα απ΄ αυτήν, τόσο η προσωρινή προεδρία της όσο και η τοποτηρητεία του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου της Αθήνας. Μια μέρα που συνεδρίαζε η Σύνοδος, Γερμανός αξιωματικός, απεσταλμένος του Γερμανού Στρατιωτικού Διοικητού των Αθηνών, διέταξε να τον ακολουθήσουμε όλοι με τα αυτοκίνητα, που μας περίμεναν, για να παρουσιαστούμε στον Στρατιωτικό Διοικητή.


Βούλγαροι κάτοικοι του Δεδέαγατς

Στη Κομαντατούρρα μας έβαλαν σε μια αίθουσα και μετά από ώρες μας ανακοίνωσαν ότι ο Στρατιωτικός Διοικητής θα μας έβλεπε μετά το πέρας των ανακρίσεων, που διενεργούσε σε βάρος μας, για υπόθαλψη των στρατιωτών του εχθρού και παρότρυνση του λαού για σαμποτάζ ενάντια στα στρατεύματα κατοχής.

Ο περιορισμός αυτός κράτησε στο δωμάτιο της Στρατιωτικής Διοίκησης πάνω από 24 ώρες, με μόνη τροφή μας το νερό και το κάθισμα, οπότε και μπήκε ο Στρατιωτικός Διοικητής, που, παρόλο δεν είχε αποκτήσει από την ανάκριση στοιχεία ενοχής για κανέναν από μας, με το ιταμό ύφος του κατακτητή μας ανακοίνωσε ότι προσωρινά θα μας αφήσει να επιστρέψουμε και να εκτελέσουμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα, δεν θα διστάσει όμως στη πρώτην απτή απόδειξη που θα έχει να μας παραπέμψει στο Στρατοδικείο. Μας άφησε ελεύθερους περίπου στις δέκα το πρωί της επομένης. Θυμούμαι ότι ήταν η ημέρα της εορτής του Αγίου Ελευθερίου, χωρίς να μας διαθέσουν μεταφορικό μέσο, όπως έκαναν και κατά τη σύλληψή μας, για να πάμε στις οικίες μας. Ήταν κοντά το σπίτι που έμεινα και αποφάσισα να πάω με τα πόδια….

 Στο δρόμο όμως, είτε από τη νηστεία του  σαρανταήμερου, είτε από την εικοσιτετράωρη ταλαιπωρία και αϋπνία, σχεδόν λιποθύμησα και σωριάστηκα σε μια σκάλα ενός σπιτιού, με μία ανακατωσούρα στο στομάχι, που μου ΄φερε τάση για εμετό. Έλεγα μέσα μου για δες, που οι περαστικοί, θα λένε «ο παπάς πρωί – πρωί μέθυσε και γυρνά μ΄ αυτά τα χάλια στους δρόμους». Τότε παρεκάλεσα τον Άγιο Ελευθέριο να μου δώσει δυνάμεις για να φτάσω με αξιοπρέπεια στο σπίτι μου και έταξα, όταν με το καλό ελευθερωθεί η πατρίδα μας και επιστρέψω στη Μητροπολιτική μου έδρα, να βάλω σκοπό την εκ θεμελίων ανέγερση του Ναού του, που λειτουργούσε ακόμη στο ξύλινο αυτό βουλγάρικο κατασκεύασμα. Να λοιπόν Λάμπρο μου, που μου δίνεις την ευκαιρία να θυμηθώ το τάμα και να φροντίσω με τη βοήθεια του ποιμνίου μου να το εκπληρώσω».

 Και αξιώθηκε, όχι μόνο να τελέσει τη θεμελίωση του νέου Ναού του Αγίου Ελευθερίου, αλλά να παραστεί και στα θυρανοίξια αυτού καθώς  και άλλων πολλών νέων Ναών στη περιφέρειά του.

 

 

 

ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

 

Η Αλεξανδρούπολη από την δεκαετία του 1870 που ιδρύθηκε ως το 1913, που κατελήφθη από τους Βουλγάρους, ήταν μια τυπική οθωμανική («αυτοκρατορική») πόλη. Δηλαδή, σ’ αυτήν μετοίκισαν και ζούσαν άνθρωποι διαφορετικών θρησκειών, γλωσσών και εθνοτήτων. Περισσότεροι από τους κατοίκους ήταν οι Έλληνες και ακολουθούσαν οι Τούρκοι, οι Αρμένιοι, οι Βούλγαροι, οι Εβραίοι και οι Ευρωπαίοι.

Από διάφορους εμπορικούς κ.λ.π. οδηγούς της εποχής πληροφορούμαστε ότι πληθυσμιακά η πόλη το 1884 είχε 2 ελληνικά σχολεία, 1 τουρκικό σχολείο θηλέων και 1 τουρκικό σχολείο αρρένων. Είναι επίσης γνωστό ότι γύρω στα 1888 περίπου στο σαντζάκι* του Δεδέαγατς (Dedeagatch) υπάρχουν 103 τζαμιά, δύο μετζίτια, δύο μεντρεσέδες (Γυμνάσια θρησκευτικής εκπαίδευσης), 111 Δημοτικά, 12 μοναστήρια δερβίσηδων (τεκέδες), 81 εκκλησίες και μοναστήρια, 6 λουτρά, 1.595 καταστήματα, 69 φούρνοι, 22 χάνια, 340 μύλοι, 3 εργοστάσια αλεύρων και 20 τσιφλίκια (giftliks). 

*(Τα σαντζάκια  ήταν δευτεροβάθμιες διοικητικές μονάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ,αντίστοιχες με τους ελληνικούς νομούς)  

 


 
Ε
πίσης από τον εμπορικό οδηγό Annuaire Oriental Commerce, που εκδόθηκε το 1895 στην Κωνσταντινούπολη, πληροφορούμαστε ότι το σαντζάκι του Δεδέαγατς (Dedeagatch) είχε πληθυσμό 70.400 κατοίκους, από τους οποίους οι 29.431 Τούρκοι, 24.973 Έλληνες, 15.602, Βούλγαροι, 285 Αρμένιοι, 48 Εβραίοι και 70 Καθολικοί. Έδρα του Σαντζακίου ήταν η πόλη του Δεδέαγατς (Dedeagatch) με 4.000 κατοίκους. Είχε 2 εκκλησίες, 1 αρμενική και 1 ελληνική, 2 ελληνικά σχολεία, 2 τουρκικά σχολεία, 1 θηλέων και 1 αρρένων, και 1 βουλγαρικό σχολείο αρρένων.

  Από τον οθωμανικό Σαλναμέ (επετηρίδα) των ετών 1897-8 και από απογραφές που διενήργησαν οι οθωμανικές αρχές ανάμεσα στο 1881-2  και το 1893, καθώς και κατά τα έτη 1906-7 προκύπτει ότι στον καζά και στο σαντζάκι του Δεδέαγατς κατοικούσαν:

Θρήσκευμα

Σαλναμές

 1897-8

(καζάς)

Απογραφή 1881/1893 (σαντζάκι)

Απογαφή 1906-7

(σαντζάκι)

Μουσουλμάν.

11.252

28.532

43.735

Ελληνορθόδοξ.

7.044

23.827

27.573

Αρμένιοι

466

287

456

Βούλγαροι

9.828

12.449

16.923

Καθολικοί

-

84

7

Εβραίοι

62

35

326

Ξένοι υπήκοοι

-

0

13

Σύνολο

65.214

65.214

89.033

  Στον Παγκόσμιο Εμπορικό Οδηγό του έτους 1908 του Μιχαήλ Ι. Μιχαηλίδη,  στην εισαγωγή του για το Δεδέαγατς αναφέρεται: «Θεωρείται εκ των εμπορικοτέρων εξαγωγικών λιμένων της Αδριανουπόλεως. Εις την αλίμενον ταύτην γωνίαν της Θράκης ο συνοικισμός αυξάνει καταπληκτικώς αφ΄  ης επερατώθη ο σιδηρόδρομος Αδριανουπόλεως, Δεδέαγατς, πλείστων πανταχόθεν συρρευσάντων προς εμπορίαν άτε της πολίχνης ταύτης αποτελεσάσης το γενικόν επίνειον της Αδριανουπόλεως και της Μεσογείου εν γένει Θράκης, οπόθεν γίνεται μέγα εξαγωγικόν εμπόριον σιτηρών και άλλων προϊόντων. Έχει 8000 περίπου κατοίκους, ων οι πλείστοι χριστιανοί ορθόδοξοι συντηρούντες εκκλησίας και 2 Σχολάς».


 
Στον Οδηγό της Ελλάδος (έτος Γ΄- Τόμος Α΄) 1910 – 1911 του Νικολάου Γ. Ιγγλέση αναφέρεται για το Δεδέαγατς. «Πόλις παράλιος της Θράκης, πρωτεύουσα διοικήσεως  (Σαντζάκι) υπαγομένης εις το βιλαέτιον Αδριανουπόλεως. Στο Σαντζάκι αυτό υπάγονται και οι υποδιοικήσεις (Καζάδες) της Αίνου και του Σουφλίου και περιλαμβάνοντο  συνολικά 42 χωριά, από τα οποία Χριστιανικά ήταν τα 14 και Μουσουλμανικά τα 28. Εκκλησιαστικά η πόλη  ήταν έδρα του Μητροπολίτη Αίνου,  στην οποία είχαν υπαχθεί  όλα τα γύρω χωριά εκτός από τη Μάκρη και τη Σαμοθράκη, που  εξακολουθούσαν να είναι στην δικαιοδοσία της Μητρόπολης Μαρώνειας».


 
Η πληθυσμιακή διάρθρωση της πόλης  την εποχή αυτή έχει ως εξής: Ο συνολικός πληθυσμός του Δεδέαγατς ανέρχεται σε 4.686  κατοίκους εκ των οποίων 2.310 Έλληνες, 369 Βούλγαροι, 1.542 Μωαμεθανοί, 125 Αρμένιοι, 230 Ιουδαίοι και 110  Καθολικοί. Επόμενο ήταν να υπάρχουν στη πόλη και εκκλησίες όλων σχεδόν των δογμάτων, όπως 1 ελληνική με 3 ιερείς, 1 Βουλγάρικη, 1 Αρμενική, 1 Καθολική εκκλησία, 1 Εβραϊκή Συναγωγή  και 2 Τεμένη. Από πλευράς σχολείων, την εποχή αυτή λειτουργούν στη πόλη: Η Αστική Σχολή Αρρένων (Λεονταρίδειος) με 7 τάξεις, 5 δασκάλους και 130 μαθητές και το Παρθεναγωγείο μετά  Νηπιαγωγείου με 6 τάξεις,  6 δασκάλες, 133 μαθήτριες και 130 νήπια. Τουρκική σχολή με 4 δασκάλους και 200 μαθητές, Βουλγαρική σχολή με 2 δασκάλους και 46 μαθητές, Αρμενική σχολή με 2 δασκάλους και 50 μαθητές, Εβραϊκό σχολείο με 1 δάσκαλο και 30 μαθητές και Καθολική σχολή Ιερέων με 25 μαθητές. Από πλευράς δε πολιτισμού λειτουργούν ήδη στη πόλη το Σωματείο «Ελληνικός Σύλλογος Φιλόμουσων» με Λέσχη και Μουσικό Τμήμα και η «Οθωμανική Λέσχη Νεοτουρκικού Κομιτάτου».

Την πρώτη επίσημη απογραφή που έχουμε μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1920, που έγινε το 1928 με τα κατωτέρω αποτελέσματα

                                                             Απογραφή  του 1928

 

Πραγματικός

Πληθυσμός

Πρόσφυγες

Περιοχή

 

Άνδρες

Γυναίκ

Σύνολο

Άνδρες

Γυναίκ

Σύνολο

Νομ.Έβρου

61.471

61.259

122.730

23.802

24.027

47.829

Επαρχ.Αλεξ/πόλης

13.010

12.622

25.632

8.122

8.243

16.365

Δήμος Αλεξ/πόλης

 7.095

6.924

14.019

4.057

4.205

8.262

 Δηλαδή έχουμε το 1928 συνολικό πληθυσμό 14.019, από  τους οποίους οι  5.757  είναι ντόπιοι και οι 8.262 είναι πρόσφυγες


 
Αν συγκρίνουμε τους ντόπιους με την τελευταία επίσημα στοιχεία απογραφή που έχουμε, δηλαδή αυτή του  1910  βρισκόμαστε περίπου στα ίδια επίπεδα.

Ήτοι το 1910   ο  συνολικός πληθυσμός του Δεδέαγατς  είναι  4.686. 

Το 1928 ο ντόπιος πληθυσμός  της  Αλεξανδρούπολης  είναι 5.757  = Διαφορά  +  1.071 κάτοικοι (που δικαιολογείται από την επιστροφή το 1919-1920 όλων σχεδόν των προσφύγων της ευρύτερης περιοχής που είχαν φύγει λόγω της Βουλγαρικής κατοχής στην Αλεξανδρούπολη).

  Ειδικότερα από την ανάλυση της απογραφής του 1928 προκύπτει ότι μεταξύ των Δήμων του Νομού Έβρου, ο ποιο σημαντικός εποικισμός έλαβε χώρα στον Δήμο Αλεξανδρούπολης, και ο οποίος καθώς ήταν  νέος, μεγεθύνθηκε πληθυσμιακά και απετέλεσε πλέον έκτοτε το κύριο αστικό κέντρο της περιοχής του Έβρου.

Πληθυσμιακά οι πρόσφυγες αυτοί προέρχονται: Από την Ανατολική Θράκη  σε ποσοστό 59%, από την Μικρά Ασία σε ποσοστό 28%, από την  Βουλγαρία σε ποσοστό 5%, από τον Πόντο σε ποσοστό 4% και από τον Καύκασο, την Ρωσία, την Κωνσταντινούπολη κ.λ.π. σε ποσοστό 4%.


 Ως προς την εγκατάστασή τους, οι προερχόμενοι από την Αν. Θράκη εγκαταστάθηκαν κυρίως στα τσιμεντένια,  βόρεια της  πόλης και στους οικισμούς Μαϊστρος και Απαλός, οι προερχόμενοι από Αδριανούπολη και Κάραγατς , ανατολικά της πόλης κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή, οι προερχόμενοι  από Αίνο και  την Απολλωνιάδα,  στο παραθαλάσσιο Νοτιοδυτικό άκρο της πόλης, (την Απολλωνιάδα) και από την Μικρά Ασία στο Αλή Μπεη και Εξώπολη.

Αυτοί που προήρχοντο από τη Χηλή  εγκαταστάθηκαν στον νέο οικισμό της Νέας Χηλής όπου αργότερα εγκαταστάθηκαν και Πόντιοι. Οι προερχόμενοι από τον  Πόντιο  στον οικισμούς Παλαγία και λίγο αργότερα  κάποιες οικογένειες και στην Καλλιθέα. Οι υπόλοιποι  Πόντιοι εγκαταστάθηκαν σε γειτονικά της πόλης  χωριά (Νίψα, Άβαντα,  Δωρικό, Πάταρα, κ.λ.π.). Και κάποιοι  οι  Καπαδόκες στους οικισμούς Ιάννα, Αλίκη  κ.λ.π.


 Με τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο έχουμε επίσης μετακινήσεις πληθυσμών προς την Αλεξανδρούπολη από τα πέριξ χωριά Ιάνα, Πόταμος,  Αλίκη, Πάταρα κ.λ.π. καθώς και εγκατάσταση πολλών Σαρακατσαναίων που εγκατααλείπουν την νομαδική ζωή (τα τσελιγκάτα) καθώς και Καπαδόκες  που ήρθαν από τους πέριξ οικισμούς και εγκαταστάθηκαν στο Βόρειο τμήμα της πόλης (την Εξώπολη).

Ένα άλλο στοιχείο που προέκυψε από την  απογραφή το   1928 είναι ότι στον Δήμο Αλεξανδρούπολης καταγράφηκαν 779  Μουσουλμάνοι (το 6 % του πληθυσμού) και ότι ο Εβραϊκός πληθυσμός της πόλης ανήρχετο τότε σε 152 ανθρώπους.

 Επακολούθησαν έκτοτε ανά δεκαετία οι απογραφές του πληθυσμού, από τις οποίες προέκυψαν τα κατωτέρω πληθυσμιακά για την πόλη της Αλεξανδρούπολης  στοιχεία.

Έτος

απογραφής

 

Πληθυσμός που

απογράφηκε

Διαφορά

1940

19.384

+ 38,26 %

1951

18.916

 -  2,47  %    *

1961

21.209

+ 10,81 %

1971

25.529

+ 16,92 %

1981

35.799

+ 28,69 %   **

1991

39.261

 +   8,81 %

2001

50.017

+ 23,13 %

2011

58.125

+ 13,95 %

 Παρατηρούμε, ότι η μεγαλύτερη αύξηση του πληθυσμού είναι μεταξύ του  1971 – 1981, που συμπίπτει με την επιστροφή των μεταναστών του Έβρου από τη Γερμανία και τις άλλες χώρες της Δυτ. Ευρώπης, οι οποίοι εγκαθίστανται πλέον στην Αλεξανδρούπολη, όπου έχουν  επενδύσει (κυρίως σε ακίνητα) τις οικονομίες τους καθώς και με το ρεύμα αστυφιλίας από το εσωτερικό του Νομού προς την πόλη.