Η Αλεξανδρούπολη από την δεκαετία του 1870 που ιδρύθηκε ως το 1913, που κατελήφθη από τους Βουλγάρους, ήταν μια τυπική οθωμανική («αυτοκρατορική») πόλη. Δηλαδή, σ’ αυτήν μετοίκισαν και ζούσαν άνθρωποι διαφορετικών θρησκειών, γλωσσών και εθνοτήτων. Περισσότεροι από τους κατοίκους ήταν οι Έλληνες και ακολουθούσαν οι Τούρκοι, οι Αρμένιοι, οι Βούλγαροι, οι Εβραίοι και οι Ευρωπαίοι.
Από διάφορους εμπορικούς κ.λ.π. οδηγούς της εποχής πληροφορούμαστε ότι πληθυσμιακά η πόλη το 1884 είχε 2 ελληνικά σχολεία, 1 τουρκικό σχολείο θηλέων και 1 τουρκικό σχολείο αρρένων. Είναι επίσης γνωστό ότι γύρω στα 1888 περίπου στο σαντζάκι* του Δεδέαγατς (Dedeagatch) υπάρχουν 103 τζαμιά, δύο μετζίτια, δύο μεντρεσέδες (Γυμνάσια θρησκευτικής εκπαίδευσης), 111 Δημοτικά, 12 μοναστήρια δερβίσηδων (τεκέδες), 81 εκκλησίες και μοναστήρια, 6 λουτρά, 1.595 καταστήματα, 69 φούρνοι, 22 χάνια, 340 μύλοι, 3 εργοστάσια αλεύρων και 20 τσιφλίκια (giftliks).
*(Τα σαντζάκια ήταν δευτεροβάθμιες διοικητικές μονάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ,αντίστοιχες με τους ελληνικούς νομούς)
Επίσης από τον εμπορικό οδηγό Annuaire Oriental Commerce, που εκδόθηκε το 1895 στην Κωνσταντινούπολη, πληροφορούμαστε ότι το σαντζάκι του Δεδέαγατς (Dedeagatch) είχε πληθυσμό 70.400 κατοίκους, από τους οποίους οι 29.431 Τούρκοι, 24.973 Έλληνες, 15.602, Βούλγαροι, 285 Αρμένιοι, 48 Εβραίοι και 70 Καθολικοί. Έδρα του Σαντζακίου ήταν η πόλη του Δεδέαγατς (Dedeagatch) με 4.000 κατοίκους. Είχε 2 εκκλησίες, 1 αρμενική και 1 ελληνική, 2 ελληνικά σχολεία, 2 τουρκικά σχολεία, 1 θηλέων και 1 αρρένων, και 1 βουλγαρικό σχολείο αρρένων.
Από τον οθωμανικό Σαλναμέ (επετηρίδα) των ετών 1897-8 και από απογραφές που διενήργησαν οι οθωμανικές αρχές ανάμεσα στο 1881-2 και το 1893, καθώς και κατά τα έτη 1906-7 προκύπτει ότι στον καζά και στο σαντζάκι του Δεδέαγατς κατοικούσαν:
Θρήσκευμα |
Σαλναμές 1897-8 (καζάς) |
Απογραφή 1881/1893 (σαντζάκι) |
Απογαφή 1906-7 (σαντζάκι) |
Μουσουλμάν. |
11.252 |
28.532 |
43.735 |
Ελληνορθόδοξ. |
7.044 |
23.827 |
27.573 |
Αρμένιοι |
466 |
287 |
456 |
Βούλγαροι |
9.828 |
12.449 |
16.923 |
Καθολικοί |
- |
84 |
7 |
Εβραίοι |
62 |
35 |
326 |
Ξένοι υπήκοοι |
- |
0 |
13 |
Σύνολο |
65.214 |
65.214 |
89.033 |
Στον Παγκόσμιο Εμπορικό Οδηγό του έτους 1908 του Μιχαήλ Ι. Μιχαηλίδη, στην εισαγωγή του για το Δεδέαγατς αναφέρεται: «Θεωρείται εκ των εμπορικοτέρων εξαγωγικών λιμένων της Αδριανουπόλεως. Εις την αλίμενον ταύτην γωνίαν της Θράκης ο συνοικισμός αυξάνει καταπληκτικώς αφ΄ ης επερατώθη ο σιδηρόδρομος Αδριανουπόλεως, Δεδέαγατς, πλείστων πανταχόθεν συρρευσάντων προς εμπορίαν άτε της πολίχνης ταύτης αποτελεσάσης το γενικόν επίνειον της Αδριανουπόλεως και της Μεσογείου εν γένει Θράκης, οπόθεν γίνεται μέγα εξαγωγικόν εμπόριον σιτηρών και άλλων προϊόντων. Έχει 8000 περίπου κατοίκους, ων οι πλείστοι χριστιανοί ορθόδοξοι συντηρούντες εκκλησίας και 2 Σχολάς».
Στον Οδηγό της Ελλάδος (έτος Γ΄- Τόμος Α΄) 1910 – 1911 του Νικολάου Γ. Ιγγλέση αναφέρεται για το Δεδέαγατς. «Πόλις παράλιος της Θράκης, πρωτεύουσα διοικήσεως (Σαντζάκι) υπαγομένης εις το βιλαέτιον Αδριανουπόλεως. Στο Σαντζάκι αυτό υπάγονται και οι υποδιοικήσεις (Καζάδες) της Αίνου και του Σουφλίου και περιλαμβάνοντο συνολικά 42 χωριά, από τα οποία Χριστιανικά ήταν τα 14 και Μουσουλμανικά τα 28. Εκκλησιαστικά η πόλη ήταν έδρα του Μητροπολίτη Αίνου, στην οποία είχαν υπαχθεί όλα τα γύρω χωριά εκτός από τη Μάκρη και τη Σαμοθράκη, που εξακολουθούσαν να είναι στην δικαιοδοσία της Μητρόπολης Μαρώνειας».
Η πληθυσμιακή διάρθρωση της πόλης την εποχή αυτή έχει ως εξής: Ο συνολικός πληθυσμός του Δεδέαγατς ανέρχεται σε 4.686 κατοίκους εκ των οποίων 2.310 Έλληνες, 369 Βούλγαροι, 1.542 Μωαμεθανοί, 125 Αρμένιοι, 230 Ιουδαίοι και 110 Καθολικοί. Επόμενο ήταν να υπάρχουν στη πόλη και εκκλησίες όλων σχεδόν των δογμάτων, όπως 1 ελληνική με 3 ιερείς, 1 Βουλγάρικη, 1 Αρμενική, 1 Καθολική εκκλησία, 1 Εβραϊκή Συναγωγή και 2 Τεμένη. Από πλευράς σχολείων, την εποχή αυτή λειτουργούν στη πόλη: Η Αστική Σχολή Αρρένων (Λεονταρίδειος) με 7 τάξεις, 5 δασκάλους και 130 μαθητές και το Παρθεναγωγείο μετά Νηπιαγωγείου με 6 τάξεις, 6 δασκάλες, 133 μαθήτριες και 130 νήπια. Τουρκική σχολή με 4 δασκάλους και 200 μαθητές, Βουλγαρική σχολή με 2 δασκάλους και 46 μαθητές, Αρμενική σχολή με 2 δασκάλους και 50 μαθητές, Εβραϊκό σχολείο με 1 δάσκαλο και 30 μαθητές και Καθολική σχολή Ιερέων με 25 μαθητές. Από πλευράς δε πολιτισμού λειτουργούν ήδη στη πόλη το Σωματείο «Ελληνικός Σύλλογος Φιλόμουσων» με Λέσχη και Μουσικό Τμήμα και η «Οθωμανική Λέσχη Νεοτουρκικού Κομιτάτου».
Την πρώτη επίσημη απογραφή που έχουμε μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1920, που έγινε το 1928 με τα κατωτέρω αποτελέσματα
Απογραφή του 1928
|
Πραγματικός Πληθυσμός |
Πρόσφυγες |
||||
Περιοχή
|
Άνδρες |
Γυναίκ |
Σύνολο |
Άνδρες |
Γυναίκ |
Σύνολο |
Νομ.Έβρου |
61.471 |
61.259 |
122.730 |
23.802 |
24.027 |
47.829 |
Επαρχ.Αλεξ/πόλης |
13.010 |
12.622 |
25.632 |
8.122 |
8.243 |
16.365 |
Δήμος Αλεξ/πόλης |
7.095 |
6.924 |
14.019 |
4.057 |
4.205 |
8.262 |
Δηλαδή έχουμε το 1928 συνολικό πληθυσμό 14.019, από τους οποίους οι 5.757 είναι ντόπιοι και οι 8.262 είναι πρόσφυγες
Αν συγκρίνουμε τους ντόπιους με την τελευταία επίσημα στοιχεία απογραφή που έχουμε, δηλαδή αυτή του 1910 βρισκόμαστε περίπου στα ίδια επίπεδα.
Ήτοι το 1910 ο συνολικός πληθυσμός του Δεδέαγατς είναι 4.686.
Το 1928 ο ντόπιος πληθυσμός της Αλεξανδρούπολης είναι 5.757 = Διαφορά + 1.071 κάτοικοι (που δικαιολογείται από την επιστροφή το 1919-1920 όλων σχεδόν των προσφύγων της ευρύτερης περιοχής που είχαν φύγει λόγω της Βουλγαρικής κατοχής στην Αλεξανδρούπολη).
Ειδικότερα από την ανάλυση της απογραφής του 1928 προκύπτει ότι μεταξύ των Δήμων του Νομού Έβρου, ο ποιο σημαντικός εποικισμός έλαβε χώρα στον Δήμο Αλεξανδρούπολης, και ο οποίος καθώς ήταν νέος, μεγεθύνθηκε πληθυσμιακά και απετέλεσε πλέον έκτοτε το κύριο αστικό κέντρο της περιοχής του Έβρου.
Πληθυσμιακά οι πρόσφυγες αυτοί προέρχονται: Από την Ανατολική Θράκη σε ποσοστό 59%, από την Μικρά Ασία σε ποσοστό 28%, από την Βουλγαρία σε ποσοστό 5%, από τον Πόντο σε ποσοστό 4% και από τον Καύκασο, την Ρωσία, την Κωνσταντινούπολη κ.λ.π. σε ποσοστό 4%.
Ως προς την εγκατάστασή τους, οι προερχόμενοι από την Αν. Θράκη εγκαταστάθηκαν κυρίως στα τσιμεντένια, βόρεια της πόλης και στους οικισμούς Μαϊστρος και Απαλός, οι προερχόμενοι από Αδριανούπολη και Κάραγατς , ανατολικά της πόλης κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή, οι προερχόμενοι από Αίνο και την Απολλωνιάδα, στο παραθαλάσσιο Νοτιοδυτικό άκρο της πόλης, (την Απολλωνιάδα) και από την Μικρά Ασία στο Αλή Μπεη και Εξώπολη.
Αυτοί που προήρχοντο από τη Χηλή εγκαταστάθηκαν στον νέο οικισμό της Νέας Χηλής όπου αργότερα εγκαταστάθηκαν και Πόντιοι. Οι προερχόμενοι από τον Πόντιο στον οικισμούς Παλαγία και λίγο αργότερα κάποιες οικογένειες και στην Καλλιθέα. Οι υπόλοιποι Πόντιοι εγκαταστάθηκαν σε γειτονικά της πόλης χωριά (Νίψα, Άβαντα, Δωρικό, Πάταρα, κ.λ.π.). Και κάποιοι οι Καπαδόκες στους οικισμούς Ιάννα, Αλίκη κ.λ.π.
Με τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο έχουμε επίσης μετακινήσεις πληθυσμών προς την Αλεξανδρούπολη από τα πέριξ χωριά Ιάνα, Πόταμος, Αλίκη, Πάταρα κ.λ.π. καθώς και εγκατάσταση πολλών Σαρακατσαναίων που εγκατααλείπουν την νομαδική ζωή (τα τσελιγκάτα) καθώς και Καπαδόκες που ήρθαν από τους πέριξ οικισμούς και εγκαταστάθηκαν στο Βόρειο τμήμα της πόλης (την Εξώπολη).
Ένα άλλο στοιχείο που προέκυψε από την απογραφή το 1928 είναι ότι στον Δήμο Αλεξανδρούπολης καταγράφηκαν 779 Μουσουλμάνοι (το 6 % του πληθυσμού) και ότι ο Εβραϊκός πληθυσμός της πόλης ανήρχετο τότε σε 152 ανθρώπους.
Επακολούθησαν έκτοτε ανά δεκαετία οι απογραφές του πληθυσμού, από τις οποίες προέκυψαν τα κατωτέρω πληθυσμιακά για την πόλη της Αλεξανδρούπολης στοιχεία.
|
Παρατηρούμε, ότι η μεγαλύτερη αύξηση του πληθυσμού είναι μεταξύ του 1971 – 1981, που συμπίπτει με την επιστροφή των μεταναστών του Έβρου από τη Γερμανία και τις άλλες χώρες της Δυτ. Ευρώπης, οι οποίοι εγκαθίστανται πλέον στην Αλεξανδρούπολη, όπου έχουν επενδύσει (κυρίως σε ακίνητα) τις οικονομίες τους καθώς και με το ρεύμα αστυφιλίας από το εσωτερικό του Νομού προς την πόλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου