Τις έχουν εγκαταλείψει εδώ και πολλά χρόνια! Κάποιες έχουν ήδη καταρρεύσει! Πρόκειται για τις αποθήκες του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, γνωστές και ως «αποθήκες Τελωνείου»! Ανήκουν στον Δημόσιο. Πρόσφατα τις θυμήθηκε ο ΟΣΕ και τις διεκδικεί. Ενδιαφέρον δείχνει και ο Οργανισμό Λιμένος Αλεξανδρούπολης να οικειοποιηθεί τα οικόπεδό τους! Από χρόνια, (λένε), τις διεκδικεί και ο Δήμος. Πρόσφατα η Υπηρεσία Νεότερων Μνημείων της Ξάνθης έδειξε ενδιαφέρον για να τις κηρύξει διατηρητέες. Και κάποιοι ευαίσθητοι πολίτες αγωνίζονται να διασωθούν προκειμένου να αναστηλωθούν και αξιοποιηθούν για πολιτιστικούς σκοπούς!
Οι αποθήκες αυτές, μαζί με το λιμανάκι και τον Φάρος, αποτελούν το θέμα των περισσοτέρων φωτογραφιών της πόλης των πρώτων εκατό χρόνων ζωής της, που διασώζονται είτε σε ιδιωτικές συλλογές είτε σε καρτ ποστάλ σε Ελληνικές, Τουρκικές, Βουλγαρικές και Γαλλικές εκδόσεις. Είναι με λίγα λόγια το «ΣΗΜΑ ΚΑΤΑΤΕΘΕΝ» της πόλης.
Σιδηρόδρομος και Λιμάνι
Τον Μάιο του 1871 ξεκίνησαν οι χωματουργικές εργασίες για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Ανδριανούπολης – Δεδέαγατς. Η κατασκευή του τμήματος αυτού, μαζί με τα αντίστοιχα Ανδριανούπολης – Φιλιππούπολης και Αδριανούπολης – Κωνσταντινούπολης, είχε κατοχυρωθεί από την ανάδοχο αυστριακή εταιρία (του Βαρόνου Hirsch που έλαβε το 1869 από την οθωμανική κυβέρνηση και το προνόμιο της κατασκευής και της εκμετάλλευσης της «Ενωτικής» σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινουπόλεως – Δεδέαγατς - Θεσσαλονίκης «Jonction» και του λιμένος της πόλις) στον εργολάβο Mosyo Vitalis και ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του επομένου έτους (1872). Η νέα πραγματικότητα απετέλεσε και τον κυριότερο παράγοντα εξέλιξης του Δεδέαγατς από ένα μικρό αλιευτικό οικισμό, (κατ΄ άλλους έρημος περιοχή), σε επίνειο της Θρακικής ενδοχώρας. Επί πλέον, λόγω της γεωγραφικής διαμόρφωσης που καθιστά απαγορευτική την επικοινωνία του πλούσιου εσωτερικού με την θάλασσα, η πόλη αποτελούσε και τη μοναδική διέξοδο της Ανατολικής Ρωμυλίας και Βουλγαρίας στο Αιγαίο.
Συγχρόνως με τον σιδηρόδρομο έγινε και η κατασκευή ενός μικρού λιμενίσκου, ο οποίος συνδέθηκε με την απόληξη του σιδηροδρόμου για την μεταφόρτωση των εμπορευμάτων της ενδοχώρας και την προώθηση τους στις χώρες της Μεσογείου και της Ευρώπης.
Για τη δημιουργία του λιμανιού ο Αθανάσιος Μανιάς γράφει «…Η παραχώρηση του προνομίου της κατασκευής του λιμένος από την Οθωμανική Κυβέρνηση για την εξασφάλιση της μελλοντικής θέσης της πόλης, δεν αναφέρεται φυσικά στον αρχικό μικρό λιμενίσκο που υπήρχε τότε για τον λιμενισμό των φορτηγίδων. Αυτός είχε κατασκευασθεί από την Εταιρεία Ανατολικών Σιδηροδρόμων γιατί χωρίς αυτόν θα ήταν αδύνατος η μεταφόρτωση των μεταφερομένων εμπορευμάτων από τα βαγόνια στα πλοία, που γινόταν με τις 90 φορτηγίδες που υπήρχαν μόνιμα γι΄ αυτόν τον σκοπό. Άλλως θα ήταν αδύνατη η λειτουργία αυτού του συγκοινωνιακού κόμβου». Αναφέρετο δηλαδή στην δημιουργία ενός μεγάλου λιμανιού και την κατασκευή όλων των αναγκαίων πέριξ αυτού και του σιδηροδρομικού σταθμού υποδομών που θα εξυπηρετούσε τον νέο αυτό συγκοινωνιακό κόμβο.
Οι αποθήκες
Κατά την πρώτη φάση των έργων η σιδηροδρομική γραμμή έφθανε ως το νέο οικισμό όπου κατασκευάσθηκε μικρό λιμάνι για την προφύλαξη των ιστιοφόρων φορτηγίδων και των άλλων πλωτών μέσων, τα οποία χρειάζονταν για τις εμπορικές δραστηριότητες του λιμανιού. Συγχρόνως η εταιρεία προχώρησε στη μελέτη και τη σχεδίαση όλων των αναγκαίων για την εξυπηρέτησή του μεγάλων έργων του μελλοντικού λιμανιού. Η κατασκευή των έργων καθυστερούσε, αλλά με τη λειτουργία του σιδηροδρόμου και του πρώτου μικρού λιμανιού, που χρονολογείται από το 1872, άρχισε να δημιουργείται και η πρώτη πόλη: Κτίριο σιδηροδρομικού σταθμού, (επιβατικού στον Γαλλικό Σταθμό και Εμπορευματικού στο λιμάνι), οι αναγκαίες αποθήκες μπροστά στο μικρό λιμάνι, τελωνείο, οικήματα για την εγκατάσταση υπαλλήλων της διοίκησης και της εταιρίας, των εργατών του σιδηροδρόμου και του λιμανιού, κατά μήκος της υπερυψωμένης παραλίας. Μεταξύ αυτών των εγκαταστάσεων και υποδομών είναι και τα κτίρια, γνωστά σήμερα, ως «Αποθήκες του Τελωνείου», λόγω της εγκατάστασης σ΄ αυτά των υπηρεσιών του Τελωνείου Αλεξανδρούπολης.
Οι αποθήκες αυτές, εννέα (9) τον αριθμό, κατασκευάσθηκαν από την εταιρία Ανατολικών Σιδηροδρόμων (C.O.), μεταξύ των ετών 1869 – 1972 πάνω σε γήπεδο που ανήκε αρχικά στο Τουρκικό Δημόσιο, στο οποίο ανήκε και όλη ευρύτερη περιοχή, το οποίο δια σουλτανικού φιρμανιού είχε παραχωρήσει στην ως άνω σιδηροδρομική εταιρία μόνο εμπράγματα δικαιώματα επιφανείας το έτος 1869.
Στο ρυμοτομικό σχέδιο που συνέταξαν οι Ρώσοι το 1978, (κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1876-1878 ο ρωσικός στρατός κατέλαβε τη περιοχή και την πόλη) είναι αποτυπωμένες οι εννιά (9) αποθήκες, μπροστά στην προκυμαία χωρισμένες δε δύο ομάδες. Μία ομάδα των πέντε (5) αποθηκών, εφαπτόμενες μεταξύ τους, προς την δυτική πλευρά του λιμένος (η ευρισκόμενη στο δυτικό άκρο της ομάδας αυτής αποτυπώνεται στενότερη από όλες τις άλλες) και μία των τεσσάρων (4) αποθηκών, εφαπτόμενες και αυτές μεταξύ τους, στο ανατολικό άκρο του λιμένος. Στο κενό που δημιουργείτο μεταξύ των δύο αυτών ομάδων κτιρίων, είχαν κατασκευαστεί σιδερένιες γέφυρες, πού ένωναν το υπερυψωμένο οπίσθιο τμήμα των κτιρίων με αυτό που βρισκόταν μπροστά μεταξύ των αποθηκών και του λιμένος.
Συγκεκριμένα, μεταξύ του κρηπιδώματος του λιμανιού και των αποθηκών υπήρχαν τέσσερες σιδηροδρομικές γραμμές. Επίσης υπήρχε και μια άλλη σιδηροδρομική γραμμή πίσω από το Τελωνείο, που είχε μια υψομετρική διαφορά από το μεταξύ Τελωνείου και κρηπιδώματος του λιμενίσκου πλατώματος, το οποίο έφθανε στο ύψος του ορόφου του Τελωνείου. Ο χώρος αυτός συνδεόταν με το κρηπίδωμα με δύο ή τρεις σιδερένιες γέφυρες σε ύψος τέτοιο ώστε να μη παρεμποδίζεται η κάτω από αυτές κυκλοφορία των βαγονιών. Οι γέφυρες αυτές από σιδηροκατασκευή με ξύλινο δάπεδο καταλήγανε σε ένα μεγάλο χωνί, που προεξείχε του κρηπιδώματος, στο οποίο οι εργάτες άδειαζαν τα σιτηρά από τα ζεμπίλια τους στο αμπάρι της κάτω από το χωνί πλευρισμένης φορτηγίδας. Οι γέφυρες αυτές εικονίζονται στις προ του 1915 φωτογραφίες.
Ο βομβαρδισμός του 1915 και η ανακατασκευή τους
Στις 9 Οκτωβρίου 1915, μεσούντος του πρώτου μεγάλου πολέμου, οι εν λόγω αποθήκες, μαζί με ολόκληρη την παραλιακή ζώνη της προκυμαίας, από τον «Ενωτικό» σιδηροδρομικό σταθμό (Jonction Salonique – Contantinople) μέχρι τον μύλο του Πρωτόπαπα, καταστράφηκαν από σφοδρό βομβαρδισμό του Αγγλικού στόλου (των δυνάμεων της ΑΝΤΑΤ) και παρέμειναν έκτοτε κατεστραμμένες για μερικά χρόνια. Πότε ακριβώς ανακατασκευάσθηκαν δεν είναι ακριβώς γνωστό. Άλλωστε αρχικά υπήρχαν, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, εννέα (9) αποθήκες, ενώ μετά την απελευθέρωση της πόλης και μέχρι σήμερα, όλοι θυμούνται επτά (7) αποθήκες, οι 4 από τις 5 προς το δυτικό τμήμα και τρεις (3), δύο μικρότερες και μία μεγαλύτερη στο ανατολικό τμήμα. Από τις φωτογραφίες επίσης προκύπτει διαφορά στο κτίριο που στεγάζεται το Τελωνείο, το οποίο στις μετά την απελευθέρωση της πόλης φωτογραφίες είναι διώροφο, ενώ στις αρχικές ήταν όμοιο με τα άλλα κτίρια, καθώς και στην κεραμοσκεπή της μιας εκ των κτιρίων του δυτικού συγκροτήματος. Είναι γνωστό όμως ότι με την συνθήκη της Λοζάνης το 1923 η εταιρία Ανατολικών Σιδηροδρόμων (C.O.) διαχωρίστηκε σε δύο τμήματα, το Τουρκικό με έδρα την Κωνσταντινούπολη και το Ελληνικό με έδρα το Δεδέαγατς (μετέπειτα Αλεξανδρούπολη), τμήμα του οποίου, ως Γαλλοελληνική Εταιρία Σιδηροδρόμων ανέλαβε τις εγκαταστάσεις (μεταξύ των οποίων και οι αποθήκες) και την εκμετάλλευση της γραμμής Αλεξανδρούπολης – Σβίλεγκραντ.
Σε άρθρο του δικηγόρου Πέτρου Γ. Αλεπάκου, αναφέρεται ότι οι αποθήκες αυτές ανοικοδομήθηκαν το έτος 1930 με δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, στο οποίο εν τέλει και περιήλθαν μετά από σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και Γαλλοελληνικής Εταιρίας Σιδηροδρόμων (Γ.Ε.Σ.) η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 3023/30.9.1954 και έκτοτε καταγράφηκαν ως Δημόσια Κτήματα. Εκεί στεγαζόταν αρχικά οι υπηρεσίες του Τελωνείου Αλεξανδρούπολης, της Γεωργικής Υπηρεσίας Έβρου και το Παράρτημα του Γενικού Χημείου του Κράτους. Σήμερα σε ένα από τα κτίρια αυτά στεγάζονται μόνο οι υπηρεσίες του τελωνείου Αλεξανδρούπολης, ένα έχει καταρρεύσει και τα υπόλοιπα είναι ετοιμόρροπα.
Η ομοιότητα με τις αποθήκες του λιμανιού της Σμύρνης
Ένα άλλο αξιοσημείωτο γεγονός είναι η ομοιότητα των «Αποθηκών Τελωνείου Αλεξανδρούπολης», στην αρχική τους μορφή, με παρόμοιο συγκρότημα αποθηκών στο λιμάνι της Σμύρνης, όπως προκύπτει από πολύ παλιά φωτογραφία του λιμανιού της Σμύρνης, που δημοσιεύθηκε στο βιβλίο της κ. Αλέκας Καραδήμου – Γερολύμπου, Καθηγήτριας αστικού σχεδιασμού και ιστορίας της πολεοδομίας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. με τίτλο «Μεταξύ Ανατολής & Δύσης». Πιθανολογείται ότι κατασκευάσθηκαν την ίδια εποχή, από την ίδια εταιρία στα πλαίσια ενός ευρύτερου σχεδίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να αξιοποιήσει τις απολήξεις του σιδηροδρόμου στα λιμάνια της και να διευκολύνει το διαμετακομιστικό εμπόριο από αυτά. Ουσιαστικά η κατασκευή των αποθηκών αυτών ήταν ο πρόδρομος των σημερινών εμπορευματικών σταθμών.
Οι μνήμες του χώρου των Αποθηκών
Ο χώρος των αποθηκών του Τελωνείου έσφυζε από ζωή, αφού ουσιαστικά εκεί ήταν το εμπορικό κέντρο της νέας πόλης! Όλα ξεκινούσαν από εκεί και όλα τελείωναν εκεί! Για εκατό περίπου χρόνια ήταν ήταν η καρδιά της πόλης που την τροφοδοτούσε με το ζωογόνο αίμα! Πολλοί συγγραφείς αναφέρουν στα γραπτά τους την μεγάλη κίνηση του χώρου και περιγράφουν σκηνές από την ζωή εκεί.
«…Απ΄ την άλλη μεριά οι εργάτες του λιμανιού, οι αρκάδες, μοιρασμένοι σε πόστες κάτω από ένα αρχηγό τσαούση, δουλεύανε απ΄ τα χαράματα ως τη νύχτα κάτω από το σαμάρι (αρκά) κουβαλώντας δέματα και σακιά εκατό οκάδες κι΄ απάνω, με ζάχαρη, ρύζια, υφάσματα, χασέδες, μπασμάδες, σαπούνια, λάδια σε ξύλινα βαρέλια, πότε στο σαμάρι στην πλάτη και πότε με το σιρίκι, που ήταν δύο ξύλα μακριάς που κρατούσανε στον ώμο τους τέσσερις εργάτες περπατώντας με ρυθμό και ανάμεσά τους κρεμότανε περασμένο στα σχοινιά το βαρέλι ή η μπόμπα το καφάσι. Ώω…όπ, ίσα… σιγά… και να με μια ανάσα απ΄ το Τελωνείο ως τα μαγαζιά, πολλά απ΄ τα οποία βρισκόταν στο φαρδύ δρόμο….». (Α. Μανιάς «Αναμνήσεις από το παλιό Ντετέαγατς).
«….Οι γεμιτζήδες, μ΄ ανασηκωμένα πανταλόνια, ξεκούμπωτο πουκάμισο και κασκέτο αναριγμένο μάγκικα πίσω, φώναζαν, τρέχαν, επιστατούσαν στο φόρτωμα – ξεφόρτωμα, μάλωναν….Οι εργάτες κυλούσαν τα άδεια λαδοβάρελα κι ο βρόντος τους έσκιζε τ΄ αυτιά κι αντιβούιζε ίσαμε την καρδιά της Φροσούλας. Στην άλλη άκρη, μια σειρά χαμάληδες με τα σαμάρια στην πλάτη – τις χαμαλίκες- φορτώνονταν διπλόριγα σακιά στάρι απ΄ τα βαγόνια του τραίνου – ώ.. ώπ – και σκυφτοί, με μετρημένο βήμα, φτάναν ίσαμε την τάβλα του καϊκιού – ήταν δεν ήταν δυο πιθαμές το φάρδος της – την περνούσαν ακροβατικά, στέκονταν πάνω απ΄ το αμπάρι, σκύβαν ακόμα, διπλώνονταν στα δυο πες κι άδειαζαν τον ξανθό καρπό της γης, απ΄ το σακί, στα έγκατα του καϊκιού. Γύριζαν πίσω ξανάλαφροι, απ΄ την άλλη τάβλα, πιάναν πάλι τη σειρά τους μπρος στο βαγόνι, να ξαναφορτωθούν – ώ ώπ. Κι ανάμεσα στα ποδάρια τους, να μπερδεύονται – τώρα θα τις πατήσουν – ένα σμάρι δεκοχτούρες, να τσιμπολογούν τους σπόρους του σταριού που χύνονταν στη γη, στο αδιάκοπο πηγαινέλα των χαμάληδων. Παρέκει, στον «Αρχάγγελο» γίνονταν ολόκληρος σαματάς, να φορτώσουν ένα κοπάδι μοσχάρια. Μουκανιτά, βλαστήμιες, σπρώξε – τράβα, βρώμα, κοπριές, μύγες…..». Σοφία Κλήμη – Παναγιωτοπούλου «Στο δέντρο του Ερημίτη»).
«…Λίγο πιο κάτω ξεπρόβαλε το λιμανάκι, γεμάτο βάρκες με κατάρτια και κατάλευκα πανιά, η μία δίπλα στην άλλη λες και είχαν πιαστεί χέρι χέρι για χορό! Και δίπλα στην ακτή τρένα, βαγόνια, κάρα. Και άνθρωποι πολλοί. Εργάτες, γαλονάδες, καλοντυμένοι με ημίψηλα καπέλα, βαρκάρηδες, καπεταναίοι, στρατιωτικοί, ναυτικοί! Όλοι σε μια συνεχή κίνηση. Σκέτο μελίσσι. Και ένα βουητό από φωνές…….». (Θ. Ορδουμποζάνης «Προκτήτωρ Πόλις»).
Είναι ελάχιστες από αμέτρητες εικόνες και σκηνές που διαδραματιζόντουσαν καθημερινά για εκατό περίπου χρόνια μπροστά και κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των «Αποθηκών του Τελωνείου» που δέσποζαν στον χώρο εκείνο.
Πριν από μερικά χρόνια, η τελευταία Διοίκηση του Λιμενικού Ταμείου, αναβάθμισε και ανέδειξε τον χώρο μεταξύ των αποθηκών και της προκυμαίας με πλακόστρωση, παραδοσιακό φωτισμό και τοποθέτησε ξύλινων καθισμάτων, ώστε να καταστεί η περιοχή ένας ευχάριστος τόπος περιπάτου και ξεκούρασης. Ένας χώρος για νοερά ταξίδια στο παρελθόν και σε όλους αυτούς που έχυναν για χρόνια εκεί στον ίδιο χώρο έριχναν τον ιδρώτα τους και έχτιζαν τα όνειρά τους για την μεγάλη και σύγχρονη πόλη. Δυστυχώς όμως οι απόγονοί τους ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για την αξία του οικοπέδου των αποθηκών και όχι για τις ίδιες τις αποθήκες και τις μνήμες που κουβαλάνε! Θα χαθούν και αυτές, όπως χάθηκαν τόσες και τόσες άλλες μνήμες σ΄ αυτή τη πόλη!
(Το πρώτο μέρος αυτού του άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ο Φάρος της Αλεξανδρούπολης» τ. 28, Οκτώβριος – Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2008 σελ. 34, 35, 36 στη στήλη «Η Αλεξανδρούπολη του χθες και του σήμερα», του Πολιτιστικού και Ψυχαγωγικού Συλλόγου Αλεξανδρουπολιτών Αττικής).-
Θόδωρε,
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο!
Πολύ καλή η ιδέα σου να αναρτήσεις τη δουλειά σου και σε blog και, κυρίως, πολύ καλή η δουλειά σου!
Πάντα τέτοια.
Αντρέας