Ημερομηνία της επιστολής ήταν 10 Απριλίου 1941, και αποστολέας της «Η Κεντρική Επιτροπή Λαού Αλεξανδρουπόλεως». Και στο τέλος αυτής υπέγραφαν: "Ο Επίτιμος Πρόεδρος Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Πατάρων Μελέτιος, Ο Πρόεδρος Αναστάσιος Πίντζος, Τα Μέλη Κωνσταντίνος Σαρίδης, Νικόλαος Στειρόπουλος και Εμμανουήλ Μπατζάκας και ο Γραμματέας Εμμανουήλ Μαγγανάρης".
Άγνωστος μέχρι τότε στην πόλη μας η επιστολή αυτή, μου προξένησε μεγάλη εντύπωση αλλά και τεράστιο ενδιαφέρον να ερευνήσω το θέμα. Και μου δημιούργησε πολλά ερωτηματικά! Ποιος πήρε την πρωτοβουλία σύνταξης αυτής της επιστολής; Πως στάλθηκε στη Γερμανία; Που ήταν οι επίσημες αρχές της πόλης; Κάτω από ποιες συνθήκες γράφτηκε; Γιατί τόσο καιρό δεν είχε δημοσιευθεί; Σε τι αποσκοπούσε η δημοσίευσή της σε Γερμανικό περιοδικό; Και πολλά άλλα. Έτσι άρχισα την έρευνα. Σημειώνω ότι απευθυνόμενος σε δύο εκδότες τοπικών εντύπων τότε αρνήθηκαν να την δημοσιεύσουν, επικαλούμενοι την μη βεβαιότητα για την γνησιότητα της επιστολής! Μάλιστα ο Νομικός Σύμβουλος κάποιου εκδότη μου είπε: «Και αν μας υποβάλουν μήνυση οι κληρονόμοι κάποιου εκ των αναφερομένων στο έγγραφο για περιύβριση μνήμης τεθνεώτων, τι θα απαντήσουμε»; Φωτοτυπία αυτής της επιστολής έδωσα στους Αθανάσιο Μανιά και Αθανάσιο Κριτού, παλιούς κατοίκους της πόλης. Μάλιστα ο τελευταίος την συμπεριέλαβε στο βιβλίο του που εξέδωσε την επόμενη χρονιά «Αλεξανδρούπολη. Η εκατοντάχρονη ιστορία της 1878-1978» στο τέλος χωρίς κανένα σχόλιο (σελίδα 389) ενώ κάνει απλή αναφορά στην ύπαρξή της στη σελίδα 224 επίσης χωρίς κανένα σχολιασμό. Τέλος στις 9.4.1995 η επιστολή αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» στην στήλη «Ο ιός της Κυριακής», σε άρθρο με γενικό τίτλο «Η Ελλάδα του Χίτλερ» (Αρχαία Ελλάδα και Ναζισμός), όπου μαζί με άλλες φωτογραφίες από τη Γερμανική κατοχή στην Ελλάδα δημοσιεύει τελευταία και την επιστολή αυτή με το σχόλιο «Για του λόγου το αληθές, παρατίθεται και το έγγραφο της Κεντρικής Επιτροπής του Λαού Αλεξανδρουπόλεως». Τέλος την επιστολή αυτή συμπεριέλαβε το 2000 στο βιβλίο του «Αλεξανδρούπολη – Μια νέα πόλη με παλιά ιστορία» ο Σαράντος Καργάκος (σελ.394) με εκτενή σχόλια και αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα, τα οποία πιθανόν να άντλησε από τον Αθανάσιο Μανιά, ο οποίος περίπου τα ίδια μου είχε διηγηθεί από το 1986-88, στις κατ΄ ιδίαν συζητήσεις μας για ιστορικά θέματα της πόλης.
Η εισβολή των Γερμανών στη Θράκη
Είναι γνωστό ότι ενώ τα Ελληνικά στρατεύματα στην Βόρειο Ήπειρο και την Αλβανία είχαν κατατροπώσει τον Ιταλικό στρατό, γράφοντας ενδόξους σελίδες στην Ελληνική ιστορία, την 1η Μαρτίου 1941 η Βουλγαρία προσχώρησε στον Άξονα και αμέσως Γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στο έδαφός της. Το γεγονός αυτό προεξοφλούσε την επίθεση της Γερμανίας κατά της χώρας μας δια μέσω των Ελληνο-Βουλγαρικών συνόρων.
Στο χώρο της Θράκης, οι Γερμανοί διέθεσαν το 30ο Σώμα Στρατού, με την 50η Μεραρχία στον άξονα ΝΥΜΦΑΙΑ- ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ και μεγάλο αριθμό αεροσκαφών. Απέναντί τους, στην περιοχή της ΝΥΜΦΑΙΑΣ, υπήρχαν 2 Λόχοι Προκαλύψεως και η δύναμή του ομώνυμου Οχυρού (14 Αξιωματικοί και 364 Οπλίτες). Επίσης πιο πίσω υπήρχε και η Ταξιαρχία του Έβρου, με διοικητή τον υποστράτηγο Ζήση Ιωάννη (προς τιμήν του οποίου πήρε αργότερα το όνομά του στρατόπεδο στην Αλεξανδρούπολη στο τέρμα της οδού Ηροδότου) που ήταν διατεταγμένη από τη λίμνη Βιστωνίδα μέχρι τον Έβρο ποταμό. Υπό την ταξιαρχία υπάγονταν τα τάγματα προκαλύψεως Κομοτηνής, Σουφλίου και Διδυμοτείχου, δηλαδή επτά (7) λόχοι τυφεκιοφόρων και λόχος πυροβόλων, συνολικής δύναμης εκατό (100) αξιωματικών και δυο χιλιάδων (2.000) οπλιτών.
Η μάχη της Νυμφαίας
Την 6η Απριλίου 1941, περί 05:00 ώρα, άρχισε η επίθεση της 50ης Γερμανικής Μεραρχίας κατά των υψωμάτων ΔΡΑΓΑΤΗΣ και ΦΡΟΥΡΟΣ, τα οποία κατέλαβαν την 08:30 ώρα και από εκεί σφυροκοπούσαν το Οχυρό της Νυμφαίας. Παρά τα ολοήμερα δραστικά πυρά, οι προσπάθειες των Γερμανών, για κατάληψη του Οχυρού, αποτύγχαναν μπροστά στον ηρωισμό των υπερασπιστών του. Το ίδιο βράδυ, Γερμανικά πεζοπόρα τμήματα, που κινήθηκαν από δύσβατα δρομολόγια του όρους ΠΑΠΙΚΙΟ, κατέλαβαν την Κομοτηνή.
Το οχυρό Νυμφαίας, μολονότι ήταν απομονωμένο σε μία περιοχή ελεγχόμενη απόλυτα από τους Γερμανούς, που επείγονταν να διανοίξουν τις κατευθύνσεις προέλασης από την Κομοτηνή προς την Αλεξανδρούπολη και Καβάλα, συνέχιζε να αντιστέκεται. Παρά τις νυχτερινές επιθέσεις, το σφυροκόπημα του πυροβολικού, τις αλλεπάλληλες εφόδους πεζικού και το σφοδρό αεροπορικό βομβαρδισμό, οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας (7η Απριλίου) να ανέλθουν στην επιφάνεια του οχυρού. Αργά το βράδυ περί της 21:00, ύστερα από δραστική βολή εκατό και πλέον πυροβόλων κάθε διαμετρήματος εναντίον των φατνωμάτων του οχυρού και την καταστροφή των οργάνων πυρός και των εξόδων του, οι Γερμανοί κατόρθωσαν να επικαθήσουν στην επιφάνεια του. Παρ' όλα αυτά, το οχυρό συνέχισε να αμύνεται μέχρι τις 23:30, οπότε υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει, αφού είχε πλέον δημιουργηθεί αποπνικτική ατμόσφαιρα στο εσωτερικό του από καπνογόνες ύλες που έριξαν οι Γερμανοί μέσα από τις καταστραμμένες θυρίδες των πολυβολείων.
Τότε, ο Διοικητής του Οχυρού Ταγματάρχης Αναγνωστός Αλέξανδρος, με τη σύμφωνη γνώμη των Διοικητών Λόχων, διέταξε, περί την 23:30 ώρα, παύση πυρός και περί τα μεσάνυκτα, παρέδωσε το ηρωικό Οχυρό. Η γιγαντομαχία της Νυμφαίας, στοίχισε στους Γερμανούς 200 νεκρούς και 1.500 τραυματίες, ενώ οι απώλειες τη φρουράς του Οχυρού, ήταν 7 νεκροί και 23 τραυματίες.Το χάραμα της νέας ημέρας, ο Ταγματάρχης Αναγνωστός Αλέξανδρος οδηγείται αιχμάλωτος, μπροστά στον Διοικητή του 30ου Γερμανικού ΣΣ, ο οποίος, αφού σηκώθηκε από τη θέση του, έλαβε στάση προσοχής, του έσφιξε το χέρι και του είπε «Το Γερμανικό Έθνος δι εμού, συγχαίρει τους υπερασπιστές του Οχυρού, οι οποίοι επισκίασαν τη δόξα του Λεωνίδα και του Θεμιστοκλή...». Η απάντηση του Διοικητή του Οχυρού, ήταν : «Ουδέν πράξαμε, Στρατηγέ, παρά μόνον το καθήκον μας, σαν υπερασπιστές τμήματος του πάτριου εδάφους».
Η κατάρρευση του μετώπου
Στον τομέα Έβρου, τα τμήματα προκαλύψεως (100 περίπου αξιωματικοί και 2000 οπλίτες), μετά την πτώση του οχυρού νυμφαίας και την κατάληψη της Κομοτηνής, βράδυ της 7ης Απριλίου, αφού συμπτύχθηκαν σύμφωνα με το υφιστάμενο σχέδιο, επιβιβάσθηκαν σε μια αμαξοστοιχία και αναχώρησαν για Πύθιο και από εκεί για Τουρκία με τελικό προορισμό την Πέργαμο, εκτός από ένα μικρό τμήμα που συμπτύχθηκε προς τη Μάκρη για να μεταφερθεί με πλοία στη Σαμοθράκη και στη συνέχεια με ατμόπλοιο στο εσωτερικό της χώρας. Με την είσοδό τους στο Τουρκικό έδαφος, οι Τούρκοι, βάσει των κανόνων του Διεθνούς δικαίου, τους αφόπλισαν. Από τους Εγγλέζους του δηλώθηκε ότι έχουν τρεις επιλογές: Να επιστρέψουν πίσω στην πατρίδα ή να παραμείνουν εκεί και να εργασθούν μέχρι τη λήξη του πολέμου ή να μεταφερθούν στην Χάιφα για να ενταχθούν στον συμμαχικό στρατό..
Ο διοικητής όμως της ταξιαρχίας Έβρου, υποστράτηγος Ζήσης Ιωάννης, φέροντας βαρέως τον αφοπλισμό της ταξιαρχίας του, αυτοκτόνησε στις 9 Απριλίου στα Ύψαλα της Ανατολικής Θράκης με ένα περίστροφο που είχε κρύψει στις αποσκευές του. Οι Τούρκοι τον έθαψαν στα Ύψαλα, αφού προηγουμένως του είχα αποδώσει τις τιμές που αρμόζουν στον βαθμό του. Οι περισσότεροι αξιωματικοί και 1300 περίπου οπλίτες, από αυτούς που κατέφυγαν στην Τουρκία, πήγαν στη συνέχεια στη Μέση Ανατολή τον Ιούλιο του 1941, ενώ οι υπόλοιποι επέστρεψαν στην Ελλάδα το Φεβρουάριο του 1942. Επίσης το ίδιο βράδυ μία αμαξοστοιχία με μία μηχανή και ένα βαγόνι γεμάτη με Γάλλους υπαλλήλους των Γαλλικών Σιδηροδρόμων υπό τον Διευθυντή τους και Πρόξενο στη πόλη της Γαλλίας Χέϊτζ αναχώρησε για Τουρκία και από το Αϊβαλή πέρασαν με καΐκια στη Μυτιλήνη και από εκεί μέσω Χαλκίδας στην Αθήνα, όπου έφθασαν στις 21.5.1941, ημέρα κατάληψης των Αθηνών από τους Γερμανούς. Μαζί τους ήταν και ο συμπολίτης μας Αποστολίδης, γιατρός των Γαλλικών Σιδηροδρόμων.
Αναχώρηση των Αρχών
Στην Αλεξανδρούπολη το βράδυ της 6ης προς 7ης Απριλίου 1941, ενώ έφθαναν από το πολεμικό μέτωπο τα νέα ότι τα οχυρά στην Νυμφαία και τον αυχένα του Εχίνου άρχισαν να καταρρέουν και επίκειται η εισβολή των Γερμανών, κατέπλευσε στο λιμάνι το επιβατηγό πλοίο «ΕΣΠΕΡΟΣ» (κατά τον Σαράντο Καργάκο το πλοίο ονομάζετο «ΑΙΓΑΙΟΝ») και μετά από εντολή της Κυβέρνησης επιβιβάσθηκαν σε αυτό όλες οι αρχές της πόλης (ο Μητροπολίτης Ιωακείμ, ο Νομάρχης Δαμιανός Μοσχονάς, ο Δήμαρχος Αλτιναλμάζης, ο Διοικητής Χωροφυλακής Έβρου, που φρόντισε και την διεκπεραίωση αυτής της αποστολής, το προσωπικό των Δημοσίων Υπηρεσιών και ένας λόχος Παθητικής Αεράμυνας που είχε έδρα την Αλεξανδρούπολη), προκειμένου να μεταφερθούν στη Σαμοθράκη και από εκεί σε ασφαλές και ελεύθερο μέρος της Ελλάδας, εν όψει της επικείμενης εισόδου των Γερμανών στη πόλη. Έτσι στις 7 Απριλίου 1941, όταν τα Γερμανικά Στρατεύματα εισήλθαν στην Αλεξανδρούπολη, αντίκρισαν μια έρημη πόλη. Δεν υπήρχαν επίσημες αρχές για να διαπραγματευθούν μαζί τους την παράδοση και κατοχή της πόλης. Οι Γερμανοί διόρισαν προσωρινά ως Νομάρχη τον Γερμανομαθή Αναστάσιο Πίντζο και δήμαρχο τον Κωνσταντίνο Σαρίδη, γνωστό για τα φιλογερμανικά του αισθήματα. Οι δύο αυτοί είναι που είχαν την πρωτοβουλία της σύνταξης της επιστολής προς τον Χίτλερ εκ μέρους της επιτροπής του λαού της Αλεξανδρούπολης.
Σε συζητήσεις με παλιούς κατοίκους της πόλης, από όπου αναζήτησα πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες κατάληψης της πόλης από τους Γερμανούς και την αποστολή της ανωτέρω επιστολής στον Χίτλερ, κανένας δεν γνώριζε για την επιστολή αυτή. Οι περισσότεροι όμως εκτιμούν ότι αυτή ίσως να συντάχθηκε και να απεστάλη στον Χίτλερ, εν όψει των πληροφοριών που υπήρχαν ότι πιθανόν να έρθουν στην πόλη Βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής. Επειδή οι περισσότεροι παλαιοί κάτοικοι της πόλης είχαν νωπές τις άσχημες αναμνήσεις από την προηγούμενη Βουλγαρική κατοχή της πόλης, πιθανόν να σκέφθηκαν ότι καλόν θα ήταν να καλοπιάσουν τους Γερμανούς και εν προκειμένου τον ίδιο τον Χίτλερ, θεωρώντας ως «μη χείρων βέλτιστη» την παρουσία Γερμανών στη πόλη αντί των Βουλγάρων. Πιθανόν δε και να γνώριζαν κάποιοι εξ αυτών (ιδίως ο Γερμανομαθής Πίντζιος) ότι ο ίδιος ο Χίτλερ, από τη στιγμή που ανέβηκε στην εξουσία, προσπαθούσε να τεκμηριώσει επιστημονικά την άποψή του ότι Έλληνες και Γερμανοί έχουν κοινή καταγωγή, καθώς και ότι τα επιτεύγματα του γερμανικού πολιτισμού αποτελούν συνέχεια του αρχαιοελληνικού θαύματος. Άλλωστε ο ίδιος ο Χίτλερ στις 4 Μαΐου 1941 σε λόγο που εκφώνησε στο Ράιχσταγκ ανέφερε «Χάριν της ιστορικής αλήθειας οφείλω να διαπιστώσω ότι μόνο οι Έλληνες εξ όλων των αντιπάλων οι οποίοι με αντιμετώπισαν, επολέμησαν με παράτολμον θάρρος και υψίστην περιφρόνησιν προς τον θάνατον…». Κανείς όμως από όσους συζήτησα, δεν μπορούσε να αποκλείσει και την περίπτωση να υπέγραψαν την επιστολή αυτοβούλως ή κατόπιν συνεννόησης με τους Γερμανούς ή και μετά από προτροπή αυτών για να εξασφαλίσουν αξιώματα ή άλλα προσωπικά οφέλη, όπως οι Πίντζος και Σαρίδης που χρήστικαν από τους Γερμανούς Νομάρχης και Δήμαρχος αντίστοιχα. Κανένας όμως εκ των υπογραψάντων την επιστολή αυτή, μετά την απελευθέρωση δεν συμμετείχε με οποιοδήποτε τρόπο στα κοινά της πόλης, ούτε έγινε ποτέ αναφορά από μέρους των για την αποστολή της ως άνω επιστολής. Ίσως να απομονώθηκαν από την κατακραυγή του κόσμου για την φιλογερμανική στάση τους κατά την αρχική περίοδο κατοχής της πόλης από τους Γερμανούς και δεν τολμούσαν να αναφερθούν σ΄ αυτήν. Η επιστολή αυτή, όπως αναφέρει το Γερμανικό περιοδικό που την δημοσίευσε, προέρχεται από τα Γερμανικά αρχεία και δημοσιεύθηκε μαζί με φωτογραφίες με εύζωνους και Γερμανούς στρατιώτες στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και στην Ακρόπολη αλλά και σε άλλα σημεία της Αθήνας καθώς και φωτογραφίες Γερμανών στρατιωτών και Ελλήνων πολιτών, για να αποδείξουν ότι οι Έλληνες δεν θεωρούσαν τους Γερμανούς ως κατακτητές.
Ο επίλογος
Οι Γερμανοί, για να ευχαριστήσουν προφανώς την «Κεντρική Επιτροπή Λαού Αλεξανδρουπόλεως» για «….τας ολόψυχους ευχαριστίας και την εις το διηνεκές αναλλοίωτον ευγνωμοσύνην τους….», προς τον Εξοχότατο Φύρερ του Γερμανικού Ράιχ, μετά από λίγες μέρες, στις 21 Απριλίου 1941, παραχώρησαν την διοίκηση της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας στους Βούλγαρους. Από το τρίτο δεκαήμερο του Απριλίου, με την άδεια των Γερμανών εμφανίστηκαν τα πρώτα Βουλγαρικά στρατεύματα, ενώ οι Γερμανικές δυνάμεις από τις αρχές του δεύτερου δεκαήμερου του Μαΐου, άρχισαν να εκκενώνουν τμηματικά την περιοχή, εκτός από μία ζώνη στον Έβρο (από τις Φέρες μέχρι το Διδυμότειχο) που τελούσε υπό Γερμανική κατοχή και στην οποία οι Γερμανοί αναγνώρισαν όλες τις δημόσιες, δημοτικές, κοινοτικές, δικαστικές και αστυνομικές αρχές και τις διατήρησαν. Για τον λόγο αυτό η περιοχή ονομάσθηκε «Ουδετέρα Ζώνη». Οι Βούλγαροι, με την έλευσή τους στη πόλη, κατέλαβαν βίαια τα δημόσια κτίρια της πόλης, εκδίωξαν όλους τους εναπομείναντες Έλληνες υπαλλήλους και ανέλαβαν τη διοίκηση. Και ακολούθησε η σκληρή κατοχή, συνεπεία της οποίας πολλοί κάτοικοι εξαναγκάσθηκαν να ακολουθήσουν για μια ακόμη φορά τον δρόμο της προσφυγιάς. Όσοι παρέμειναν υπέστησαν τα σκληρά μέτρα σε βάρος των κατοίκων των Βουλγαρικών Αρχών κατοχής που είχαν σαν μέλημα τον εκβουλγαρισμό της περιοχής. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι ο Έβρος είναι από τους πρώτους Νομούς που άρχισαν την αντίσταση κατά των κατακτητών και έγραψε χρυσές σελίδες στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης κατά των κατακτητών.
Φίλε Θόδωρε μετά από ένα μήνα σέ ξαναδιάβασα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοτέ δέν περίμενα ότι καί στή πόλη μας είχαμε
δειλούς καί προδότες.Ισως είχαν κάποια σκοπημότητα.
Εμαθα πάλι χάρις σέ σένα καί βρές `ενα τρόπο νά τά μαθαίνουν καί οί νέοι μας `αυτά.
ΣΥΝΈΧΙΣΕ ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΔΙΣΤΑΓΜΟΥΣ.
ΤΣΟΜΠΑΝΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Αγαπητέ Θόδωρε,
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην επιστολή αυτή την είδα πρώτη φορά σε γερμανική μιλιταριστική έκδοση, που κυκλοφόρησε, αν θυμάμαι καλά, τη δεκαετία του ΄80. Το 1992, σε μία εκπομπή μου στη Δέλτα Τηλεόραση, την παρουσίασα μαζί με άλλα ντοκουμέντα της κατοχής και της αντίστασης στον Έβρο.
Κατά τη δημοσιογραφική έρευνα που προηγήθηκε της μετάδοσης, έλαβα αποσπασματικές πληροφορίες από τρίτους που με οδήγησαν σε ίδια συμπεράσματα με τα δικά σου.
Δύο από τους υπογράφοντες είχαν προσωπικούς λόγους, ίσως και ιδεολογικούς (όπως συνέβη και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας), ένας αδιευκρίνιστους (η οικογένειά του ζούσε μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ΄70 στην περιοχή του σημερινού ΚΑΠΗ), ενώ ο Πισιδίας μάλλον πείστηκε οτι έτσι θα βοηθήσει να μην υπάρξουν βίαιες ενέργειες των Γερμανών κατά του ντόπιου πληθυσμού.
Ο πέμπτος, ήταν ο μόνος τον οποίο κατόρθωσα να εντοπίσω και μάλιστα μίλησα μαζί του τηλεφωνικά (πάντα αναφέρομαι στο 1992). Μόλις άκουσε το θέμα που ήθελα να συζητήσουμε, μου είπε οτι δεν είναι αυτός, δεν έχει σχέση, δε θυμάται τι υπέγραψε τότε, που ήταν, τι έκανε κλπ και στο τέλος έκλεισε απότομα το τηλέφωνο. Προσπάθησα πάλι, άλλα πάντα σήκωνε το τηλέφωνο η σύζυγός του, λέγοντας τη μια οτι απουσιάζει, την άλλη οτι είναι άρρωστος, οτι δεν υπάρχει τέτοιο όνομα, οτι κάνω λάθος στο νούμερο, να μην τον ενοχλούμε για παλιά και περασμένα. Οπότε, ο μοναδικός που κατάφερα να εντοπίσω για να έχω από πρώτο χέρι πληροφορίες περί της επιστολής και τους λόγους σύνταξης και επίδοσής της στους Γερμανούς, αρνήθηκε να πει το παραμικρό ουσιώδες.
Ένα ακόμη μικρό "σκοτεινό" σημείο της κατοχικής περιόδου στον Έβρο. Υπάρχουν κι άλλα, που πιθανόν θα φροντίσεις να τα αναρτήσεις στο ιστολόγιο σου μελλοντικά. Συνέχισε να είσαι ενεργός και ουσιαστικός πολίτης. Προσφέρεις...
Φιλικά
Νίκος Πετρίδης
Θειε πολυτιμες οι πληροφοριες για εμας τους νεους...δεν περιμενα να εχεις ασχοληθει τοσο με την ιστορια της πολης...συγχαρητηρια και παλι...συγκεντρωνω φωτογραφικο υλικο απο την περιοδο της κατοχης...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑρης Λαμπρης